Τὸ Εἰλητάριον. «Γράψον ἃ εἶδες καὶ ἅ εἰσι» (Ἀποκ. α΄ 19).



Σάββατο 28 Ιουνίου 2014

ΚΟΡΙΝΑ, «Η ΧΡΥΣΗ ΓΙΑΤΡΙΣΣΑ» ΤΟΥ ΒΟΥΝΟΥ

ΚΟΡΙΝΑ, «Η ΧΡΥΣΗ ΓΙΑΤΡΙΣΣΑ» ΤΟΥ ΒΟΥΝΟΥ 


     Καταγόταν από το ένδοξο Μεσολόγγι. Υπηρέτησε ως εθελόντρια στον πόλεμο του ’40 κι έπειτα νοσοκόμος στα ψηλά βουνά της Ευρυτανίας, από χίλια μέτρα κι απάνω, μέχρι το τέλος της θητείας της. Στα ψηλά βουνά, που, όταν πλακώσει ο χειμώνας, σε διώχνουν, σου λέγουν: «Αφήστε μας μόνα να παλέψουμε με τα χιόνια και τις καταιγίδες κι ελάτε πάλι την άνοιξη κοντά μας».
     Ήτανε κι αυτή η ψυχή σαν τους ξεχασμένους ιεροκήρυκες της υπαίθρου, που κανείς δεν την σκέφθηκε, όταν μεγάλωσε, να την κατεβάσει στα πεδινά. Φτωχή κι ανυπεράσπιστη από τους μεγάλους, διακόνησε την Δομνίστα, το Κρίκελλο και το Καρπενήσι αγόγγυστα όλη την τριακονταπενταετία.
     Οσάκις βλέπω προτομή αδελφής νοσοκόμας, ενθυμούμαι την Κορίνα με τα ακουστικά, το πιεσόμετρο και την σύριγγα να γυρίζει μες στα χιόνια και τις κακοκαιρίες, από καλύβα σε καλύβα, να νοσηλεύσει τον γέρο, τον ανήμπορο.
     Όλοι οι άνθρωποι για την Κορίνα είχανε μόνον ένα όνομα: «ο χρυσός» και «η χρυσή». Με αυτήν την τρυφερή προσφώνηση και την ευσπλαγχνική έκφραση, ο ορεσίβιος ξυλοκόπος και βοσκός εισερχόταν στο ιατρείο θηρίο και εξερχόταν απ’ αυτό απριλιάτικο αρνάκι. Με τον καλό τρόπο και τους χαμηλούς τόνους ήταν πάντα «ο κούκκος που έφερνε την άνοιξη» στις πληγωμένες ψυχές. Με τον ήμερο τρόπο της και τα γουστόζικα ανέκδοτά της ησύχαζε τον αγριεμένο, παρηγορούσε τον παραπονεμένο, γινόταν ο πνευματικός του χωριού, ο κυματοθραύστης στις φουρτούνες της οικογένειας. Οι άνθρωποι, μακριά από τον κόσμο, τους ανθρώπους, παρηγοριά ήθελαν, κάπου ν’ ακουμπήσουν τις τυράγνιες τους.
     Και αυτή ήταν η Κορίνα: «η γιάτρισσα», όπως την έλεγαν. Και δεν χρειαζόταν πολύς κόπος να την βρεις. Δυο δρόμους ήξερε: του ιατρείου και της εκκλησίας. Ο πόνος, είναι ο δρόμος που οδηγεί στον Θεό. Μακάριος είναι ο νοσηλευτής και ο θεραπευτής που βοηθά αυτήν την ώρα το πλανώμενο πρόβατο.
     Η Κορίνα δεν ήξερε μήτε να ψάλλει, μήτε να διαβάζει τα γράμματα της Εκκλησίας. Αλλ’ ήξερε πολύ καλά να τα ακούει και να τα παρακολουθεί. Ήταν, όπως την χαρακτήριζε κάποιος, «το μανάλι της εκκλησίας», που δεν ψάλλει, δεν διαβάζει, αλλά φέγγει με την παρουσία του.
     Στην Ιερά Μονή του Προυσού που διακονούσαμε, ήταν μόνιμη μυροφόρα στις μεγάλες γιορτές. Ερχόταν από την ορεινή Δομνίστα φορτωμένη δώρα, σαν να ερχόταν από τις μεγάλες αγορές του κόσμου, για να συνεορτάσουμε.
     Η εξομολόγησή της ήταν πάντα καθαρή και διαυγής, όπως ήταν και η ψυχή της. Αγνή κόρη, ακατηγόρητη. Αυτή η ψηλή δενδρολιβανιά δεν άφηνε σε κανέναν υπόνοιες αμαρτίας. Πορεύθηκε σαν Άγγελος μέσα στο δύσκολο διακόνημα της νοσοκόμας. Απ’ όπου πέρασε, άφησε την μαρτυρία του ανθρώπου του Θεού. Ποτέ δεν ήρθε σε ρήξη με κανέναν, γιατί ποτέ δεν χρησιμοποίησε «το δικαίωμα».
     Στην διαθήκη της, θυμήθηκε τους αδελφούς της Μονής Δοχειαρίου κι άφησε δέκα χιλιάδες δραχμές για τα μνημόσυνά της.
     Ας είναι αιώνια η μνήμη της στην θύμηση του Θεού! Μας δίδαξε την αυτοθυσία και την ταπεινή αξιοπρέπεια. Τα παράπονά της, ήταν όμορφα. Καμάρωνα να την ακούω. 
     Την ευχαριστώ!... 

ΑΡΧΙΜ. ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΖΟΥΜΗΣ
ΚΑΘΗΓΟΥΜΕΝΟΣ ΜΟΝΗΣ ΔΟΧΕΙΑΡΙΟΥ 

[Αρχιμ. Γρηγορίου Ζουμή: «Μορφές που γνώρισα να ασκούνται στο σκάμμα της Εκκλησίας», σελ. 373–375, Ιερά Μονή Δοχειαρίου, Άγιον Όρος, Σεπτέμβριος 20101.] 


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου