Τὸ Εἰλητάριον. «Γράψον ἃ εἶδες καὶ ἅ εἰσι» (Ἀποκ. α΄ 19).



Σάββατο 28 Ιουνίου 2014

Ο ΑΓΝΩΣΤΟΣ ΞΕΝΟΣ

Ο ΑΓΝΩΣΤΟΣ ΞΕΝΟΣ 


     Ένας Ηγούμενος ενός μεγάλου Κοινοβίου ήταν πολύ γνωστός και δοξαζόταν από τους ανθρώπους του κόσμου. Το Μοναστήρι του, είχε διακόσιους μοναχούς. Αυτόν, λοιπόν, τον Ηγούμενο ήρθε να τον επισκεφθεί ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός. Έφθασε στο Μοναστήρι σαν ένας φτωχός γέρος και παρακάλεσε τον πορτάρη να πει στον Ηγούμενο πώς «ο δείνα συνάδελφος ήρθε να σε δει». Κάπως βαριεστημένα ο πορτάρης πήγε στον Ηγούμενο να του το αναγγείλει, μα τον βρήκε να συνομιλεί με κάποιους άλλους. Στάθηκε λίγο και, ύστερα, κάπως δειλά, του μίλησε για εκείνον τον φτωχό, χωρίς φυσικά να ξέρει ότι ήταν ο Χριστός.
     Και τότε ο Ηγούμενος οργισμένος του απάντησε:
     –Δεν βλέπεις, ευλογημένε, ότι κουβεντιάζω με τους ανθρώπους; Προς το παρόν, άσε με ήσυχο!
     Ο πορτάρης, έφυγε. Αλλά και ο Κύριος, δείχνοντας όλη τη μακροθυμία Του, περίμενε ώσπου να τελειώσει και να Τον δεχθεί ο Ηγούμενος.
     Λίγο αργότερα, την πέμπτη ώρα, έφτασε κάποιος πλούσιος στο Μοναστήρι, τον οποίον ο Ηγούμενος βγήκε να υποδεχθεί με ασπασμούς κι επισημότητες. Τότε, λοιπόν, βλέποντάς τον μαζί με τον πλούσιο, Αυτός που είναι πάντοτε Πλούσιος, Φιλεύσπλαχνος και Φίλος των ταπεινών, ο Θεός, τον πλησίασε και τον παρακάλεσε:
     –Άγιε Ηγούμενε, θέλω να σου μιλήσω γιατί είναι ανάγκη!
     Μα εκείνος και πάλι δεν Του έδωσε σημασία. Τον προσπέρασε και πήγε στο ηγουμενείο να συνομιλήσει μ’ εκείνον τον πλούσιο για πολλή ώρα. Μετά, βγήκανε μαζί και πήγαν στην τράπεζα να φάνε και να ευφρανθούν, παραβλέποντας και αδιαφορώντας εντελώς για τον Ξένο που περίμενε.
     Πέρασε η ώρα, τελείωσε και το επίσημο φαγητό, και ο Ηγούμενος ξεπροβόδισε τιμητικά ίσαμε την πύλη τον πλούσιο. Επιστρέφοντας στο ηγουμενείο, απορροφήθηκε πάλι από τις πολλές φροντίδες και ξέχασε πέρα για πέρα εκείνον τον φτωχό και άκακο γέρο που περίμενε.
     Όταν, πια, νύχτωσε κι ο Ηγούμενος δεν αξιώθηκε να υποδεχθεί τον αληθινό κι ευλογημένο Ξένο, Εκείνος σηκώθηκε να φύγει. Πριν όμως αναχωρήσει, μίλησε στον Ηγούμενο κάπως έτσι:
     –Αν θέλεις κι επιθυμείς τόσο πολύ την δόξα των ανθρώπων, εγώ ευχαρίστως να σου στείλω για τους ως τώρα κόπους σου, όλες τις πολιτείες απ’ τα πέρατα του κόσμου να σ’ επισκεφθούν, γιατί βλέπω να τους περιβάλλεις και να σε περιβάλλουν με φτηνή και μάταιη κοσμική δόξα· όμως, τ’ άφθαρτα αγαθά της βασιλείας Μου και τις απολαύσεις που έχουν ετοιμαστεί για τους αγίους Μου, αυτά, δεν πρόκειται να τα γευθείς!...
     Και μ’ αυτό τον τρόπο έγινε γνωστό πώς ο Παντοκράτωρ Κύριος παρουσιάστηκε ως ένας απλός γέρος και φτωχός, από άρρητη συγκατάβαση, ενώ ήταν και είναι πάντα ο Κύριος και Θεός μας. 

[Π. Β. Πάσχου: «Γυναίκες της Ερήμου – Μικρό Γεροντικό Γ΄», κεφ. ιε΄, σελ. 33–34, «Ακρίτας», Αθήνα, Απρίλιος 19951.] 


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου