Τὸ Εἰλητάριον. «Γράψον ἃ εἶδες καὶ ἅ εἰσι» (Ἀποκ. α΄ 19).



Δευτέρα 23 Ιουνίου 2014

ΘΑΥΜΑΣΤΗ ΔΙΑΣΩΣΗ ΜΟΝΑΧΟΥ ΑΠΟ ΤΟΝ ΤΙΜΙΟ ΠΡΟΔΡΟΜΟ

ΘΑΥΜΑΣΤΗ ΔΙΑΣΩΣΗ ΜΟΝΑΧΟΥ
ΑΠΟ ΤΟΝ ΤΙΜΙΟ ΠΡΟΔΡΟΜΟ 


     Κάποιος αδελφός από τους Προϊσταμένους της Μονής Διονυσίου, όταν έμαθε ότι, για τη τιμή και δόξα του Τιμίου Προδρόμου, σημειώνω και καταγράφω στα χρονικά της Μονής μας όλα τα κατά καιρούς θαύματά του, μ’ επισκέφθηκε στο κελλί μου και μου εκμυστηρεύτηκε ένα γεγονός αφού πρώτα, μετά από δική του παράκληση, τον διαβεβαίωσα ότι τ’ όνομά του ούτε πρόκειται να γραφεί ούτε να ανακοινωθεί.
     Αναθάρρησε μετά απ’ αυτό που του είπα και μου διηγήθηκε τα παρακάτω: «Εγώ, αδελφέ μου Λάζαρε, όπως θα θυμάσαι, το πρώτο δεκαήμερο του Ιουλίου του έτους 1955, στάλθηκα από το Μοναστήρι μας στη Θεσσαλονίκη για αγορά μερικών αναγκαίων ειδών διατροφής και άλλων χρήσιμων πραγμάτων.
     Φθάνοντας στη Θεσσαλονίκη, σύμφωνα με τη συνήθειά μας, έμεινα στο ξενοδοχείο. Μένοντας εκεί –αλίμονο σε μένα τον δύστυχο!– με την ενέργεια του σατανά, μπλέχτηκα σ’ ένα μεγάλο κι απροσδόκητο πειρασμό. Αν δεν με πρόφταινε η θεία Χάρη και η προστασία του Τιμίου Προδρόμου, δεν ξέρω ποιό θα ήταν τώρα το κατάντημά μου κι αν θα βρισκόμουν εγώ σήμερα στο Μοναστήρι».
     Λέγοντας αυτά τα λόγια ο αδελφός, είδα να τρέχουν δάκρυα από τα μάτια του από την ανάμνηση και μόνο της δοκιμασίας που πέρασε και της εκπληκτικής θαυματουργίας που του έγινε στη συνέχεια. Για λίγο σιώπησε. Εγώ, τον ενθάρρυνα και πάλι να μου πει ό,τι ακριβώς του συνέβη διαβεβαιώνοντάς τον ότι αυτή του η διήγηση θα λογισθεί σαν εξομολόγηση και ότι κανείς από τους έξω δεν πρόκειται να μάθει τ’ όνομά του, ούτε ακόμη κι αυτός ο ηγούμενος.
     Και ο αδελφός, συνέχισε: «Όταν νύχτωσε, ήμουν μόνος στο δωμάτιό μου. Μία κοπέλα, νέα κι όμορφη, έτυχε να διαμένει και αυτή εκεί μαζί με τον αδελφό της. Την είχα γνωρίσει μικρή στο πατρικό της πριν από δέκα χρόνια, μια και η οικογένειά της μας ήταν γνώριμη στο Μοναστήρι. Στο μεταξύ, ο αδελφός της εκείνη τη νύχτα έλειπε. Έμαθε που έμενα στο τάδε δωμάτιο κι έχοντας όλο το οικογενειακό θάρρος μια και με γνώριζε όπως προείπα, μ’ επισκέφτηκε. Μετά τον συνηθισμένο χαιρετισμό, αρχίσαμε να μιλάμε. Την ρώτησα να μάθω για τον πατέρα της καθώς και για τ’ άλλα μέλη της οικογένειάς της. Κι αυτή παρομοίως με ρώτησε για κάποιους πατέρες που γνώριζε. Πέρασε γύρω στη μία ώρα συνομιλώντας έτσι. Στο τέλος, μου πρότεινε να πάμε στο δωμάτιό της να με φιλέψει απ’ το φαγητό που είχε φάει με τον αδελφό της εκείνη τη μέρα το οποίο το είχε διαθέσιμο λόγω της έκτακτης αναχώρησης του αδελφού της. Ήθελε να μου δώσει και μερικά εκλεκτά φρούτα απ’ το χωριό τους. Και λέγοντάς με πολλά τέτοια, με θερμοπαρακαλούσε να ενδώσω.
     Εγώ, στην αρχή, αντέλεγα και αντιδρούσα σ’ αυτήν την παράκαιρη συναναστροφή, αλλ’ αυτή επέμενε. Μ’ έπιασε απ’ το χέρι και τί δεν έλεγε! “Μια στιγμή θα πάμε μόνο και θα φύγεις μετά”. Ω, συμφορά μου, αδελφέ μου! Καταλαβαίνεις σε τί δύσκολη θέση βρέθηκα. Από τη μία σκεφτόμουν το παράλογο, το άτοπο και το άγνωστο που με περίμενε μέσα σ’ αυτήν την παγίδα. Από την άλλη, τα γλυκά της λόγια, τα παρθενικά της κάλλη, τα πυρωμένα βέλη του νόμου της σάρκας που μας αντιστρατεύεται όλους, η νύχτα, η μοναξιά… Ζαλίστηκα κι άρχισα να υποχωρώ και να ενδίδω στο θέλημά της. Επίσης, από την άλλη μεριά, μέσ’ από το βάθος της ψυχής και της καρδιάς μου, παρακαλούσα και ικέτευα τον Τίμιο Πρόδρομο να με προστατεύσει να μη γίνω παίγνιο και περίγελο δαιμόνων.
     Για να μη στα πολυλογώ, πήγαμε στο δωμάτιό της, στον αντίκρυ όροφο, σ’ άλλο διαμέρισμα που απείχε πολύ απ’ το δικό μου και, μόλις μπήκαμε μέσα, κλείδωσε καλά την πόρτα και ετοιμαζόταν να με φιλέψει. Φαντάζεσαι τώρα την χαρά, τον αλαλαγμό και τον θρίαμβο των δαιμόνων από την παραλίγο κατορθωμένη τους νίκη! Αλλά, ω, τα θαυμάσια θαυματουργήματά σου, μέγιστε Προστάτη μας, πανένδοξε Βαπτιστή και Πρόδρομε του Κυρίου!
     Ενώ θεωρούνταν πια τελειωμένο γεγονός η συντριβή μου και η κατάπτωσή μου στην αμαρτία, εμφανίζεται αμέσως μία φωταυγέστατη αστραπή που φώτισε όλο το δωμάτιο σαν να το φώτιζαν πολλά μαζί ηλεκτρικά φώτα. Και μέσα σ’ αυτό το αστραφτερό φως παρουσιάζεται ο μέγας Πρόδρομος Ιωάννης και μ’ αρπάζει απ’ το στήθος και, μέσα σε μια στιγμή, χωρίς καν να καταλάβω το παραμικρό, βρέθηκα στο δικό μου δωμάτιο, στην άλλη άκρη του ορόφου.
     Όταν συνήλθα από την κατάπληξή μου και κατάλαβα την μεγάλη χάρη και προστασία που μου έγινε από τον πανάγιο Προστάτη μου, τον Τίμιο Πρόδρομο, όλη εκείνην τη νύχτα την πέρασα με προσευχή και με πολλά δάκρυα χαράς, ευγνωμοσύνης και ευλάβειας. Θαύμασα την μεγάλη προστασία και αγάπη που έχει ο Τίμιος Πρόδρομος σ’ εμάς τους Διονυσιάτες μοναχούς, τα ελάχιστα τέκνα του».
     Κι εγώ τότε του είπα: «Σαν άνθρωπος που είσαι κι εσύ γλίστρησες και σίγουρα η έκβαση αυτού του πειρασμού θα ήταν για μεγάλη σου ψυχική ζημιά. Ο Πανάγαθος Θεός όμως σε σκέπασε για την υπακοή που έκανες και για την διακονία σου. Αλλά και εξαιτίας των ευχών και των παρακλήσεων των πατέρων της Μονής, παρενέβη ο Τίμιος Πρόδρομος, ο οποίος σε γλύτωσε από μεγάλο ψυχικό ολίσθημα». 

ΛΑΖΑΡΟΣ ΜΟΝΑΧΟΣ ΔΙΟΝΥΣΙΑΤΗΣ (1892–1974) 

[(1) Λαζάρου Μοναχού Διονυσιάτου: «Διονυσιάτικαι Διηγήσεις», κεφ. 11ο, σελ. 36–39, Ιερά Μονή Διονυσίου, Άγιον Όρος 1988. (2) Στην κάτω φωτογραφία: Ο Τίμιος Πρόδρομος και Βαπτιστής του Χριστού Ιωάννης, τριετές νήπιο. Όπου, σύμφωνα με την Παράδοση, εγκαταλείπει την αγκάλη της μητέρας του της Δικαίας Ελισάβετ και, αφού γλύτωσε θαυμαστώς από την νηπιοκτόνο μανία των στρατιωτών του βασιλιά Ηρώδη, χειραγωγούμενος τώρα από τον Άγγελο Κυρίου, οδηγείται με ασφάλεια προς την έρημο του Ιορδάνου, «για να προπορευθεί πριν από τον Κύριο και για να κάνει γνωστή στον λαό Του τον Ισραήλ τη σωτηρία δίνοντας την άφεση των αμαρτιών τους» (πρβλ. Λουκ. α΄ 76–77). Κατά παράδοση πάλι (όπως αναφέρεται σύντομα και στο «Λειμωνάριον» του Μόσχου), ο Τίμιος Πρόδρομος φέρεται να συναντήθηκε μυστικά κάποιες φορές και με τον κατά σάρκα συγγενή του (β΄ εξάδελφος) αλλά και Θεό του, τον Σωτήρα Χριστό, σε σπήλαια της Αινών όπου αυτός διέτριβε μόνος, με μεγάλη άσκηση και προσευχή, ενισχυόμενος εκεί από τον Ίδιο τον Θεάνθρωπο και Μεσσία Κύριο Ιησού Χριστό, στο παμμέγιστο και μοναδικό προδρομικό του έργο. Έμεινε και βάπτιζε εκεί, «στην Αινών, κοντά στο Σαλείμ, γιατί υπήρχαν πολλά νερά εκεί, όπου έρχονταν οι άνθρωποι και βαπτίζονταν» (Ιωάν. γ΄ 23).]


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου