Τὸ Εἰλητάριον. «Γράψον ἃ εἶδες καὶ ἅ εἰσι» (Ἀποκ. α΄ 19).



Τετάρτη 9 Ιουλίου 2014

Η ΚΑΘΗΓΟΥΜΕΝΗ ΜΑΚΑΡΙΑ ΖΗΡΙΟΥΝΗ

Η ΚΑΘΗΓΟΥΜΕΝΗ ΜΑΚΑΡΙΑ ΖΗΡΙΟΥΝΗ
Μια ζωή «βαπτισμένη» στο θαύμα της θείας αγάπης


1. Λίγα εισαγωγικά λόγια για τον βίο της

     Η μακαριστή μοναχή Μακαρία Ζηριούνη (†21/2/1952), ήταν η σεβαστή Κτιτόρισσα και Ηγουμένη της Ιεράς Μονής Αγίας Αικατερίνας, Καλύμνου.
     Το 1899 συνέβη ένα θαυμαστό γεγονός που προεικόνιζε σοβαρά το μέλλον γι’ αυτήν την ανδρεία και φιλόθεη ψυχή. Όταν ήταν νεαρή κοπέλα, καθώς έβγαινε από το σπίτι της για κάποια εργασία, την είδε ένα γειτονόπουλο το οποίο ήταν δαιμονισμένο και φώναζε ουρλιάζοντας: «Εε, Μακαρία, ψευτομακαρία! Εσένα, λέω, Μαρία! Θα αρπάξεις πολλές ψυχές από τα χέρια μου, αλλά κι εγώ θα σε κάψω!...». Και, πράγματι, η μετέπειτα Γερόντισσα Μακαρία θα «καεί» και θα υποφέρει τα πάνδεινα από τον αρχέκακο διάβολο. Αλλά και η δική της ζέουσα αγάπη για τον Νυμφίο Χριστό, θα κατακάψει κάθε δαιμονικό μίσος εναντίον της καθώς και κάθε τέχνασμα που επιβουλεύτηκε γι’ αυτήν ο δόλιος εχθρός διάβολος. Αυτή η συντυχία με το δαιμονισμένο γειτονόπουλο γινόταν πολύ συχνά. Με αποτέλεσμα, η κατά κόσμον νεαρή Μαρία Ζηριούνη να τρέμει από τον φόβο της και να δυσκολεύεται πολύ να βγαίνει έξω από το σπίτι της για να μην εκτίθεται στα μάτια του κόσμου.
     Δεν είχε ιδέα για Μοναχισμό. Η ίδια άλλωστε ήταν λογοδοσμένη. Δέχθηκε την κλήση του Θεού μέσω επαναλαμβανόμενων παράδοξων ενυπνίων της χάριτος. Ιδιαίτερα, όταν (την Κυριακή Β΄ Ματθαίου) πήγε στην Εκκλησία και άκουσε το εδάφιο του Ιερού Ευαγγελίου από τα χείλη του Ιερέως: «ἀφέντες τὰ δίκτυα ἠκολούθησαν τὸν Χριστόν» (Ματθ. δ΄ 20), αισθάνθηκε την μυστική φωνή του Κυρίου να γίνεται δυναμική πρόσκληση γι’ αυτήν.
     Με την ενίσχυση και καθοδηγία του Μικραγιαννανίτου Πνευματικού πατρός Μακαρίου (Κουλιανού), κάνει την γενναία υπέρβαση εγκαταλείποντας τα πάντα. Οι αντιρρήσεις των γονέων της, η πίεση και η σκληρότητα του μνηστήρα της, η προκατάληψη και το μένος όλων των γύρω κατοίκων, δεν έκαμψαν την απόφασή της. Απωθούσε μακριά της κάθε εμπόδιο. Έτσι, μια μέρα, έκανε το σημείο του σταυρού, πήρε μαζί της λίγο ψωμί, νερό, ξηρούς καρπούς και ένα ξινάρι (=αξίνα), πέρασε από τον Γέροντά της για να πάρει την πατρική ευχή του, και πήγε να εγκατασταθεί στο μικρό πέτρινο σπίτι, πέρα στο κτήμα τους.
     Εκεί στην ερημιά, έζησε για επτά ολόκληρα χρόνια ασκητικά, με προσευχή και νηστεία, αντιμετωπίζοντας πειρασμούς και παγίδες του μισόκαλου σατανά και κάθε είδους φόβο, χωρίς ποτέ να υποκύψει, με την χάρη του Θεού και τις πρεσβείες της Παναγίας. Ο διάβολος τούς ξεσηκώνει όλους εναντίον της και ενάντια στην δεκαμελή νεοσύστατη αδελφότητά της: γονείς, συγγενείς, μνηστήρας, φίλοι, γνωστοί, συντοπίτες, κλήρος και λαός, μαζί τους ακόμη και ο τότε επίσκοπος Γερμανός που αρνείται πεισματικά να της χορηγήσει άδεια για Μοναστήρι.
     Διωγμένες απηνώς μένουν για τρεις μέρες μέσα στη σφοδρή καταιγίδα, άστεγες, άοικες, υπαίθριες, νηστικές, ανίσχυρες, αβοήθητες, ανυποστήρικτες, μόνες κι έρημες. Όμως, ενθαρρύνονται από τα εμπνευσμένα παρηγορητικά λόγια της χαλκέντερης πνευματικής τους Μητέρας, της Μακαρίας: «Κάντε υπομονή, παιδιά μου! Και ο καλός μας Θεός, όλα θα τα οικονομήσει προς το συμφέρον των ψυχών μας. Μόνο να έχουμε πίστη!». Παράδοξο και ανερμήνευτο θα μένει για πάντα εκείνο το θαυμαστό γεγονός όταν, παρά τον κατακλυσμό, παρά τη λασπουριά και την υγρασία που επικρατούσε παντού εκεί στην ερημιά, ωστόσο, καμμιά σταγόνα βροχής δεν βρήκε και δεν ακούμπησε τα οσιακά σώματά τους!
     Παράλληλα, ο αρνητής επίσκοπος Γερμανός, εκείνη ακριβώς την κρίσιμη νύχτα, δέχεται ένα φοβερό και απειλητικό ενύπνιο. Είδε έναν άγνωστο λευκοφορεμένο νέο να του λέει αυστηρά και αδιάλλακτα: «Μέχρι πότε θα πικραίνεις τα παιδιά μου και δεν θα δίνεις την άδεια για να χτίσουν το Μοναστήρι της Αγίας Αικατερίνας; Σήκω τώρα αμέσως από το κρεβάτι σου και φρόντισε να σταλεί ψωμί και φαγητό στην Μακαρία και στις αδελφές, διότι, έχει τρία μερόνυχτα που είναι νηστικές και μέσα στο κρύο. Και πρόσεξε να μη τις ξαναπικράνεις, γιατί θα έχεις να κάνεις μαζί μου!». Μετά απ’ αυτό, έντρομος ο επίσκοπος Γερμανός, φωνάζει τους ανθρώπους του και έστειλε τα απαραίτητα εφόδια στην μικρή αδελφότητα, ζητώντας συγνώμη για την μέχρι τότε άρνησή του.
     Για να χτίσει, περίπου το 1900, το Μοναστήρι της στο ερημικό, άβατο και χέρσο πατρογονικό της κτήμα, (σε μια τοποθεσία που λεγόταν «Αρβανίτης») και για να συστηθεί η αδελφότητα, η ίδια, έδωσε αμέτρητες αιματηρές εξετάσεις. Δοκιμάστηκε σκληρά και αδυσώπητα από τους δικούς της, από τους συντοπίτες της, από αφάνταστους αλλεπάλληλους πειρασμούς, δυσχέρειες, κακουχίες, πείνες, δυσκολίες και στερήσεις, που, σαν αφρισμένα κύματα έπεφταν μανιασμένα πάνω της, προκειμένου η ίδια να καμφθεί και να λυγίσει η ευαίσθητη καρδιά της. Και έτσι, να ματαιωθεί η ίδρυση και το χτίσιμο της γυναικείας Μονής. Όμως κάτι τέτοιο, ευθύς εξ αρχής, οπωσδήποτε, δεν ήταν θέλημα και ευδοκία Θεού.
     Θαυμαστά σημεία και μεγαλεία του Θεού, παράδοξες και αναπάντεχες επεμβάσεις της θείας αγάπης, περικύκλωσαν έκδηλα και φανερά την πολύπαθη ζωή της. Αυτά, την έδιναν θάρρος και πίστη, της αναπτέρωναν κάθε φορά την ελπίδα και την έραναν με δύναμη για να συνεχίσει το έργο για το οποίο ετάχθη άνωθεν. Οι θαυμαστές επεμβάσεις του Αγίου Θεού ήταν συνεχείς και ακατάπαυστες. Η Αγία Μεγαλομάρτυς του Χριστού Αικατερίνα, ήταν ο αχώριστος σύμμαχος και βοηθός της σε όλες τις δυσκολίες και τα αδιέξοδα που συναντούσε καθημερινά. Παραθέτουμε πιο κάτω κάποια ενδεικτικά αλλά πολύ χαρακτηριστικά περιστατικά…
⁘ ⁘ ⁘

2. Θαυμαστή εύρεση λάσπης για το «κλειδί»

     Για να κτισθεί ο Ναός της Αγίας Αικατερίνας, χρειάστηκε να μεταφέρονται όλα τα υλικά στους ώμους και στα χέρια των αδελφών. Όταν ήταν να τοποθετηθεί η τελευταία πέτρα που λέγεται «κλειδί» του κτιρίου για να κλείσει ο θόλος, είχε τελειώσει η λάσπη. Ο αρχιμάστορας φώναζε να του φέρουν λάσπη, αλλά δεν υπήρχε καθόλου νερό. Χρειάστηκε να πάνε κάποιες αδελφές σε έναν κοντινό οικισμό εκεί κοντά (στους «Βοθύνους»), για να πάρουν νερό από το πηγάδι. Όμως οι κάτοικοι, κινούμενοι από τον σατανά, τις έδειξαν με φωνές και με πετροβόλημα (!!). Γύρισαν λυπημένες και χωρίς νερό. Τότε ο μάστορας, που ήταν πολύ ευλαβής, κατέβηκε από την κορυφή του τρούλλου και, με το μυστρί του, έξυσε κάτω το χώμα και, κατά θαυμαστό τρόπο, αποκαλύφθηκε μπροστά τους λάσπη, με την οποία τοποθέτησε στον τρούλλο την τελευταία πέτρα.
⁘ ⁘ ⁘

3. Το βαρύ και ασήκωτο μάρμαρο που επιπλέει

     Σ’ έναν καραβοκύρη η Γερόντισσα Μακαρία και οι αδελφές παρήγγειλαν να τους φέρει από την Κωνσταντινούπολη ένα καλό μάρμαρο προκειμένου να το τοποθετήσουν στην Αγία Τράπεζα. Εκείνος τις υποσχέθηκε να το φέρει με ευχαρίστηση. Πήγε στην Πόλη το αγόρασε, αλλά, την ώρα που το μετέφερε στο καΐκι, τρεις Τούρκοι τον ρώτησαν τί το θέλει τέτοιο μάρμαρο. Όταν τους απάντησε ότι το θέλει για Αγία Τράπεζα, εκείνοι δαιμονίστηκαν και με μανία το πέταξαν στη θάλασσα. Ο καραβοκύρης προσπάθησε να το ανασύρει, αλλά οι Τούρκοι τον απείλησαν κι αυτός έφυγε λυπημένος γιατί δε θα μπορούσε να εξυπηρετήσει την Αγία Αικατερίνα και τη Γερόντισσα Μακαρία. Καθώς όμως, με ανοιγμένα τα πανιά, άρχισε να απομακρύνεται από το λιμάνι, με κατάπληξη ο καραβοκύρης και οι ναύτες είδαν το μάρμαρο να επιπλέει μπροστά από το καΐκι τους! Το ανέσυραν και συνέχισαν το ταξίδι τους προς την Κάλυμνο.
⁘ ⁘ ⁘

4. «Γιατί δε βοηθάτε τα παιδιά μου, τις μοναχές;» 

     Όταν έφτασαν στο νησί, ξεφόρτωσαν το μάρμαρο σε έναν μικρό ορμίσκο (που ονομαζόταν «Κεφάλα»που ήταν κοντά στην Αγία Αικατερίνα. Αλλά, πώς να σηκώσουν οι αδελφές ένα τόσο βαρύ και μεγάλο μάρμαρο; Παρακάλεσαν, λοιπόν, τους τσομπάνηδες της περιοχής να βοηθήσουν στην μεταφορά του ώστε να στηθεί η Αγία Τράπεζα. Εκείνοι, όχι μόνο δε βοήθησαν, αλλά και μίλησαν άσχημα στις μοναχές. Αυτές τότε παρακάλεσαν την Αγία Αικατερίνα να τις βγάλει από το αδιέξοδο. Και, σύντομα, ήλθε η απάντηση. Μια μέρα, αφού οι τσομπάνηδες είχαν αρμέξει το κοπάδι τους, κάθονταν να ξεκουραστούν, όταν ξαφνικά ακούστηκε βοή και σηκώθηκε δυνατός αέρας που τους τρόμαξε. Ταυτόχρονα, ένα φωτεινό σύννεφο κατέβαινε από ψηλά και πάνω του ήταν η Αγία Αικατερίνα, κρατώντας τον τίμιο Σταυρό, η οποία, τους πλησίασε και τους είπε: «Γιατί δεν βοηθάτε τα παιδιά μου, τις μοναχές, αλλά τις βρίζετε και τις περιφρονείτε; Αν δεν μεταφέρετε το μάρμαρο στο Μοναστήρι μου, θα ψοφήσουν τα ζώα σας!». Αυτά τους είπε κι έγινε άφαντη. Οι τσομπάνηδες κατάλαβαν το λάθος τους, ζήτησαν συγχώρεση, προσκύνησαν τον τόπο όπου εμφανίστηκε η Αγία και ζήτησαν από τις μοναχές σχοινιά για να μεταφέρουν το μάρμαρο. Πράγμα, που έκαναν. Κι ήταν τόση η χαρά τους, που ούτε που κατάλαβαν το πόσο βαρύ ήταν, γιατί είχαν πλέον την ευλογία της Αγίας μαζί τους. Οι ίδιοι βοήθησαν και μετέφεραν και άλλα βαριά μαντώματα (=λίθινα πλαίσια θυρών και παραθύρων) για να γίνει το τέμπλο και η μεγάλη εξώπορτα.
⁘ ⁘ ⁘

5. «Πες την, να απομακρύνει τους λευκοντυμένους στρατιώτες!»

     Στην περίοδο της γερμανικής Κατοχής (1941–1944), καλοθελητές κατηγόρησαν το Μοναστήρι στους Γερμανούς ότι δήθεν κρύβει Άγγλους στρατιώτες και, μάλιστα, ότι οι μοναχές τρώνε και πίνουν μαζί τους! Καταφθάνουν εξαγριωμένοι Γερμανοί, ερευνούν, αλλά δε βρίσκουν κανέναν. Φεύγουν, αφού πήραν μαζί τους τα λιγοστά τρόφιμα του Μοναστηριού και ό,τι άλλο μπόρεσαν. Η δοκιμασία, όμως, δε σταμάτησε εδώ.
     Οι κατακτητές έκαναν και δεύτερη και τρίτη επίσκεψη στο Μοναστήρι, στις 12 τα μεσάνυχτα, οπλισμένοι με μυδράλια (=βλήματα πολυβόλου). Απείλησαν την Γερόντισσα Μακαρία ότι, αν βρουν κρυμμένο έστω και έναν Άγγλο ή κάποιο άλλο ενοχοποιητικό στοιχείο, θα ανατίναζαν στον αέρα το Μοναστήρι. Εκείνη, δε δείλιασε. Ύψωσε τα μάτια και την ψυχή της στον Ουρανό και είπε μέσα της: «Ας γίνει το θέλημα του Κυρίου. Καλή μου Νοικοκυρά του Μοναστηριού (Αγία Αικατερίνα), βοήθησέ με στη δυσκολία αυτή!». Και, χωρίς να διστάσει, έδωσε τα κλειδιά στον επικεφαλής αξιωματικό λέγοντάς του: «Ορίστε, πηγαίνετε να ερευνήσετε!». Εκείνος όμως, για δική του ασφάλεια, σε κάθε κελλί ή άλλο χώρο που έμπαινε, έβαζε μπροστά την Ηγουμένη Μακαρία. Όλες οι μοναχές (45 τον αριθμό), προσεύχονταν μέσα στον Ναό με το κομποσχοίνι στα χέρια τους και δεν κοιμήθηκε καμμία, αν και περασμένα μεσάνυχτα!
     Όταν μπήκαν μέσα και στον Ναό της Αγίας Αικατερίνας, η Γερόντισσα άνοιξε και το Ιερό Βήμα για να ελέγξουν οι Γερμανοί. Κάποια μυστική δύναμη τούς απωθούσε. Ένας στρατιώτης τόλμησε από την Ωραία Πύλη να απλώσει το όπλο του και, με την ξιφολόγχη, να ανασηκώσει τα ιερά καλύμματα της Αγίας Τραπέζης για να ελέγξει μήπως κρύβονται Άγγλοι από κάτω. Αλλά ένιωσε το χέρι του αμέσως να παραλύει και το όπλο τού έπεσε με βρόντο κάτω.
     Η Γερόντισσα Μακαρία, ζήτησε από τον διερμηνέα να πει στον αξιωματικό να μη φοβούνται, διότι στο Μοναστήρι δεν κρύβονται Άγγλοι. Ο Γερμανός, του λέει: «Πες της, να απομακρύνει από εδώ αυτούς τους λευκοντυμένους στρατιώτες, γιατί και μόνο που τους βλέπουμε, τα χάνουμε και δεν αντέχουμε άλλο!…». Η Γερόντισσα, του απάντησε: «Αυτούς που βλέπετε εσείς, εγώ δεν τους βλέπω. Αλλά είναι οι Άγγελοι του Θεού που είναι οι φρουροί της Αγίας Τραπέζης καθώς και του Μοναστηριού μας». Ο Γερμανός αξιωματικός και οι στρατιώτες του, ηρέμησαν και άφησαν τελικά ήσυχο το Μοναστήρι της Αγίας Αικατερίνας.
     Όλ’ αυτά και άλλα παρόμοια, υπήρξαν καρπός των προσευχών και των δακρύων της Γερόντισσας Μακαρίας που περνούσε πολλές ώρες της ημέρας με ανάγνωση, μετάνοιες και κομποσχοίνι.
⁘ ⁘ ⁘

6. «Σε όλους έγινα τα πάντα, μήπως και σώσω μερικούς» (Α΄ Κορ. θ΄ 22)

     Αλλά η Γερόντισσα Μακαρία ήταν στολισμένη και με το χάρισμα της ελεημοσύνης. Οι χήρες, τα πονεμένα και απροστάτευτα ορφανά, οι ηλικιωμένοι, οι άρρωστοι, οι εμπερίστατοι, όλοι αυτοί, έβρισκαν κοντά της αυτό που τους έλειπε στη ζωή τους: την αγάπη του Θεού. Γι’ αυτό και την θεωρούσαν πραγματική τους μητέρα. Εκείνη, για να ανταποκριθεί στις ατελείωτες ανάγκες των χριστιανών, πήγαινε νύχτα με δύο αδελφές και περιποιόταν τις πληγές των λωβών (=λεπρών) με βότανα που μάζευαν οι ίδιες από το βουνό και τους παρηγορούσε, δίνοντάς τους ελπίδα και τονώνοντας την πίστη τους στον Χριστό. Και όλα αυτά, κρυφά, μυστικά· ακόμα και από τις υπόλοιπες αδελφές της αδελφότητας (εκτός βέβαια από τις δύο βοηθούς της). Διακονούσαν χωρίς καύχηση, αλλά με ταπείνωση· αποβλέποντας στην ανακούφιση των πονεμένων, στη μετάνοια και σωτηρία τους. Μάλιστα, κάποτε, φιλοξένησε στο Μοναστήρι και κάποιον φονιά επί δύο μήνες, προτρέποντάς τον να συνειδητοποιήσει το μεγάλο κακό που έκανε και να μετανοήσει…
⁘ ⁘ ⁘

[Κείμενο της Ισιδώρας Μοναχής, αδελφής της Μονής Αγίας Αικατερίνης, Καλύμνου· από το βιβλίο του Ιερομονάχου Δημητρίου Καββαδία: «Μοναζουσών Σύναξις (Θαυμαστόν Γυναικείον Γεροντικόν 20ου αιώνος», μέρος 2ο, κεφ. 5ο, σελ. 375–385, Αθήναι 2005.] 
⁘ ⁘ ⁘




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου