Τὸ Εἰλητάριον. «Γράψον ἃ εἶδες καὶ ἅ εἰσι» (Ἀποκ. α΄ 19).



Τρίτη 15 Δεκεμβρίου 2015

Η ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ ΚΑΙ ΤΟ ΕΛΕΟΣ ΤΟΥ ΘΕΟΥ

Η ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ ΚΑΙ ΤΟ ΕΛΕΟΣ ΤΟΥ ΘΕΟΥ


     Ο Θεός δεν είναι δίκαιος χωρίς να είναι ελεήμων και δεν είναι ελεήμων χωρίς να είναι δίκαιος. Διότι είναι δίκαιος απέναντί μας με ελεύθερη και σπλαχνική κατάβαση σε μας. Αν ήταν μόνο δίκαιος ο Θεός, δεν θα ήταν απόλυτα ελεύθερος· αν ήταν μόνο ελεήμων, δεν θα λάμβανε υπ’ όψη τις ανθρώπινες προσπάθειες και δεν θα τις ενθάρρυνε. Τα ανθρώπινα όντα θα εξέπιπταν στην κατάσταση ορισμένων υποδεκτών του ελέους Του. Ο κτιστός κόσμος δεν θα είχε περιεκτική, αληθινή πραγματικότητα και τα ανθρώπινα όντα δεν θα μπορούσαν να προοδεύσουν με τη δική τους προσπάθεια.

     Ο Θεός, ως δίκαιος, θέλει αφενός όλοι να είναι ίσοι μεταξύ τους· και αφετέρου να δίνει σε όλους τόσο, όσο μπορούν να δεχθούν από τη μακαριότητά Του, ανάλογα με τις δικές τους προσπάθειες, για τις οποίες τους έκανε όλους ικανούς, αφού τους έδωσε Αυτός ο Ίδιος την ικανότητα να μπορούν να δέχονται στο έπακρο όσα δύνανται να δεχθούν τα κτίσματα. Ο Θεός αναφέρεται δίκαια σ’ όλους μας, αλλά σκέφτεται τον καθένα ξεχωριστά, στο πλαίσιο του συνόλου. Η επιδίωξή μας για τη δικαιοσύνη ξεκινά από μια προκατασκευή ή από μια ιδέα της δικαιοσύνης και αποσκοπεί στην πραγματοποίησή της μεταξύ όλων. Ο Θεός, όμως, δεν ξεκινά από μια ιδέα της δικαιοσύνης, αλλά από την πραγματικότητά της εν Αυτώ. Αν η αμαρτία δεν κάλυπτε εν μέρει τη δική μας αυθεντική ανθρώπινη πραγματικότητα, δεν θα έπρεπε να ξεκινάμε ούτε και εμείς από μια ιδέα της δικαιοσύνης, αλλά από την πραγματικότητα της δικαιοσύνης, που είναι δοσμένη στη θεόσδοτη ισότητά μας.


     Το αίσθημα της δικαιοσύνης σ’ εκείνον που έχει τη δύναμη να την επεκτείνει στους άλλους, συνίσταται στην προδιάθεση να την μεταδίδει στους άλλους. Αυτή η προδιάθεση υπάρχει στο έπακρο στον Θεό. Σ’ εκείνον, όμως, που δεν έχει ίχνος δικαιοσύνης, η τάση για δικαιοσύνη συνίσταται κυρίως στο αίσθημα της διεκδίκησής της. Ο καθένας επιθυμεί να γίνεται σεβαστό αυτό που δικαιούται, δηλαδή να θεωρείται στην ουσία ίσος με όλους. Έναντι του Θεού, τα ανθρώπινα όντα δεν εκδηλώνουν, ουσιαστικά, αίσθημα διεκδίκησης της δικαιοσύνης, επειδή από την ευσπλαχνία Του και μόνο ήλθαν στην ύπαρξη, για να συμμετέχουν στη μακαριότητά Του, αλλά ο Θεός τούς καλεί στη δικαιοσύνη ακόμη και στη σχέση μ’ Αυτόν, εφόσον τους προσφέρει όλα όσα έχει, με εξαίρεση ότι δεν μπορεί να τους κάνει άκτιστους ή πηγές της ύπαρξης, όπως είναι ο Ίδιος.
     Αλλά στους ανθρώπους υπάρχει η βαθιά πεποίθηση ότι ο Θεός δεν παρεκκλίνει από τη δικαιοσύνη στη σχέση Του μ’ αυτούς και, βάσει αυτής της πεποίθησης, έχουν μέσα τους ένα αίσθημα δίκαιης προσδοκίας της δικαιοσύνης και την τάση να την απαιτούν.


     Βασισμένοι σ’ αυτή την πεποίθηση, μπορούμε να προσευχηθούμε στον Θεό: «Κύριε, Εσύ που είσαι δίκαιος και με έκανες να είμαι συμμέτοχος της ευτυχίας Σου, κατά τη δικαιοσύνη, εκπλήρωνε την πρόθεσή Σου αυτή σε μένα! Με προόρισες γι’ αυτή τη δικαιοσύνη, αλλά βλέπεις την αδικία που υποφέρω. Εκπλήρωνε μαζί μου τη δικαιοσύνη Σου, για την οποία με δημιούργησες!». Αλλά ταυτόχρονα μ’ αυτά τα λόγια, πρέπει επίσης να πούμε: «Ευχαριστώ, Κύριε, που με δημιούργησες για να εκπληρώσεις μαζί μου τη δικαιοσύνη Σου!». Μ’ άλλα λόγια, εμείς είναι που πρέπει να ζητήσουμε δικαιοσύνη από τον Θεό με δεήσεις και να Τον ευχαριστούμε γι’ αυτή με προσευχές ευχαριστίας. Από ’δω προκύπτει ότι εμείς προσευχόμενοι στον Θεό να μας κάνει συμμέτοχους της μακαριότητάς Του, πρέπει να Τον παρακαλούμε να κάνει συμμέτοχους της μακαριότητάς Του, κατά τη δικαιοσύνη Του, και τους άλλους. Η επιθυμία του ανθρώπου για την υπέρ αυτού δικαιοσύνη, που βασίζεται στην πεποίθηση ότι ο Θεός είναι δίκαιος, πρέπει να συνδέεται με την επιθυμία ίσης δικαιοσύνης και για τους άλλους, χωρίς να λησμονούμε ότι ο Θεός, όντας ελεήμων και δίκαιος, τους έκανε και αυτούς να χαίρονται με δικαιοσύνη τη μακαριότητα.

     Ο άνθρωπος, όμως, μπορεί να διεκδικήσει τη δικαιοσύνη κυρίως από τους συνανθρώπους του, υπέρ αυτού και υπέρ των άλλων· και μπορεί να βασιστεί στο γεγονός ότι ο Θεός τούς δημιούργησε όλους με το δικαίωμα να χαίρονται ίσα τα αγαθά που Αυτός τους έδωσε κατά τη δημιουργία και τα οποία μπορούν να αυξηθούν με τις δικές τους προσπάθειες. Και στη διεκδίκηση της δικαιοσύνης από τους συνανθρώπους του, δεν πρέπει πλέον να παρασύρεται ζητώντας το έλεός τους, επειδή δεν τον δημιούργησαν εκείνοι, αλλά όλοι είναι πλάσματα ίσα με τον εαυτό του και, επομένως, κάνουν κατάχρηση αν κρατούν για τον εαυτό τους μια κατάσταση ανώτερη από υλική ή τιμητική άποψη. Ο άνθρωπος μπορεί να έχει την πεποίθηση ότι ο Θεός τον υποστηρίζει στη διεκδίκηση της δικαιοσύνης από τους άλλους. Βέβαια, σ’ αυτή τη διεκδίκηση της δικαιοσύνης από τους άλλους, αυτός δεν πρέπει να χάσει την αγάπη του προς αυτούς. Επίσης, εκείνοι που καταβάλλουν εξαιρετικές προσπάθειες για το καλό όλων, πρέπει να χαίρουν ιδιαίτερης εκτίμησης. Επιπλέον, ο Χριστιανός γνωρίζει ότι τα πιο αξιόλογα αγαθά είναι τα πνευματικά, από αυτά δε εξαρτάται η σωτηρία του και όχι από τα υλικά. Τα πνευματικά αγαθά αυξάνονται με τις προσπάθειες εκείνου που τα έχει, δεν εξαρτώνται από αυτά που του δίνουν οι άλλοι. Δεν πρέπει, όμως, ούτε οι άλλοι να τον εμποδίζουν από τη δυνατότητα να προοδεύει με τις αγαθές, τις πνευματικές προσπάθειές του.


     Όσον αφορά τη θεία μακαριότητα, ο Χριστιανός ξέρει ότι ο Θεός δημιουργώντας όλους τους ανθρώπους με το δικαίωμα του συμμέτοχου σ’ αυτήν, τη συνέδεσε και με ορισμένες προσπάθειες που πρέπει να καταβάλλουν αυτοί οι ίδιοι: «Ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν βιάζεται» (Ματθ. 11, 12). Δίκαιο, όμως, είναι και η κατανομή των υλικών αγαθών να γίνει αφενός με κάποια ισότητα, αφετέρου δε να λαμβάνονται υπ’ όψη και οι προσπάθειες των ανθρώπων. Εμείς πρέπει να καταβάλλουμε προσπάθειες να είμαστε δίκαιοι απέναντι στον Θεό, ή ανοικτοί και ειλικρινείς στη σχέση μας μ’ Αυτόν, χωρίς να Τον απαιτούμε. Πρέπει να δώσουμε σ’ Αυτόν αυτό που Αυτός δικαιούται από μας, δηλαδή τη δόξα και την ευχαριστία και την προσπάθειά μας για την απόκτηση της μακαριότητάς Του, που είναι ανάλογη με το πνευματικό επίπεδο στο οποίο φτάνουμε.

     Εφόσον είναι δίκαιος ο Θεός, ζητά και από μας να είμαστε δίκαιοι. Μόνο ο «δίκαιος» μ’ αυτή την έννοια μπορεί να χαίρεται τη δικαιοσύνη του Θεού. Πρέπει να αποδεχθούμε τον Θεό ως δίκαιο από κάθε άποψη. Ο Θεός, όχι μόνο δωρίζει με δικαιοσύνη, αλλά και απαιτεί δικαιοσύνη προς Αυτόν και τους συνανθρώπους μας. Εκείνος που, από την πλευρά του, δεν εκπληρώνει τον όρο της εκ Θεού απαιτούμενης δικαιοσύνης, εκείνος που δεν αναγνωρίζει τον Θεό ως πηγή της δικαιοσύνης, σαν διεκδικητή της, εκείνος που δεν είναι δίκαιος στη σχέση του μ’ Αυτόν και με τους συνανθρώπους του, ακριβώς όπως θέλει ο Θεός, δεν μπορεί να προσδοκά να μεταλάβει τη μακαριότητα από τον Θεό.


     Επομένως, η πλήρης έννοια της δικαιοσύνης είναι: ο καθένας δέχεται από τον δίκαιο Θεό ανάλογα με τη δικαιοσύνη ή την αδικία του. Και, όσον αφορά τη μετάληψη μεγαλύτερης δικαιοσύνης και ελέους Του, ο Θεός θέλει να προοδεύουμε με τη δική μας προαγωγή στη δικαιοσύνη και το έλεος έναντι των άλλων. Αλλά το γεγονός ότι ποτέ δεν φτάνουμε σε μια δικαιοσύνη αντίστοιχη εκείνης που εμείς ζητάμε από τον Θεό, είναι ένας λόγος παραπάνω να ζητήσουμε όχι μόνο τη δικαιοσύνη του Θεού, επομένως όχι μόνο την κρίση Του ανάλογα με τη δική μας δικαιοσύνη, αλλά και το έλεός Του (Δανιήλ 9, 18). «Καὶ ἐγενήθημεν ἀκάθαρτοι πάντες ἡμεῖς, ὡς ῥάκος ἀποκαθημένης πᾶσα ἡ δικαιοσύνη ἡμῶν…» (Ησ. 64, 5).

     Μόνο ο Χριστός κατόρθωσε ως άνθρωπος «πᾶσαν δικαιοσύνην». Από τη δικαιοσύνη Του παίρνουμε δύναμη να προχωρήσουμε στη μέλλουσα ζωή στην οικειοποίηση της δικαιοσύνης Του, που είναι η ανθρώπινη μορφή της θείας δικαιοσύνης (Α΄ Κορ. 1, 30· Β΄ Κορ. 5, 21· Εφεσ. 6, 14). Επειδή έχουμε τη δικαιοσύνη χάρη στο έλεος του Θεού και ποτέ δεν την έχουμε πλήρως, εξαιτίας των ανεπαρκών μας προσπαθειών να την αποδεχθούμε, προκύπτει και η αναγκαιότητα της ταπεινοφροσύνης μας.

     Αν και στην αληθινή «δικαιοσύνη» απέναντι στον Θεό συμπεριλαμβάνεται, όπως είπαμε, και η ταπεινοφροσύνη μας, δηλαδή η αναγνώριση ότι όλα τα έχουμε από τον Θεό χάρη στο έλεός Του, η αίτηση ελέους από τον Θεό δεν αντιτίθεται στην αίτησή μας να κοινωνήσουμε, με δικαιοσύνη, τη μακαριότητά Του. Πράγματι, στην αίτηση της δικαιοσύνης από τον Θεό, πρέπει να συμπεριλαμβάνεται και η αναγνώριση ότι ο Θεός μάς κάνει μέλη της μακαριότητάς Του, με δικαιοσύνη, βάσει της ευμένειας και του ελέους Του· και, επιπλέον, επειδή είναι ελεήμων απέναντί μας, δεν φέρεται αυταρχικά ή αυθαίρετα στην απόδοση της μακαριότητάς Του, όπως υποστηρίζει η Καλβινική διδασκαλία. Ο Θεός είναι ελεήμων, αλλά και «Δίκαιος Κριτής», εκτιμώντας και το δημιούργημα και τις προσπάθειές του. Εκείνος που ζητά το έλεος του Θεού γι’ αυτό ακριβώς είναι δίκαιος, διότι καταβάλλει προσπάθεια ταπείνωσης και αναγνωρίζει αυτό που έχει από τον Θεό, χάρη στο έλεός Του· γίνεται επομένως, με δικαιοσύνη, κοινωνός της μακαριότητάς Του.


     Δεν μιλάμε εδώ για τη δικαιοσύνη στο επίπεδο των κοσμικών καταστάσεων. Αυτή εξαρτάται από άλλους παράγοντες. Ο αδικημένος, σ’ αυτό το επίπεδο, άνθρωπος, δικαιολογείται να διεκδικήσει, στο ίδιο επίπεδο, το δίκιο του από τους άλλους και όχι το έλεός τους. Επιπλέον, δικαιούται να επιπλήττει τους άδικους, εκείνους που καταπατούν τη δικαιοσύνη προς ίδιον όφελος, δικαιούται να διαμαρτύρεται κατά των πράξεών τους. Αλλά πρέπει να προσέξει να μη χάσει στο πνευματικό επίπεδο, εξαιτίας του τρόπου με τον οποίο τα κάνει όλα αυτά. Γι’ αυτό καλό είναι να ζητήσει αυτή τη δικαιοσύνη, όχι τόσο για τον εαυτό του, όσο για τους άλλους. Αυτό ανήκει στην αγάπη προς τους συνανθρώπους του.

     Ο Χριστιανός δεν πρέπει να λησμονεί ποτέ ότι υπάρχει μια άλλη δικαιοσύνη, που προέρχεται από τον Θεό και η οποία κοινωνείται ανάλογα με τη «δικαιοσύνη» του ανθρώπου. Αυτή είναι διαφορετική από άνθρωπο σε άνθρωπο, ανάλογα με τη «δικαιοσύνη» του καθενός. Γι’ αυτό ο αδικημένος κατά την τάξη του κόσμου, απολαμβάνει δικαιοσύνη από τον Θεό, αφού όταν αυτός ο ίδιος είναι δίκαιος απέναντί Του, υπάρχει ανταπόδοση. Ή, οι σχετικά ίσοι στο επίπεδο της κοσμικής τάξης, μπορεί να είναι πολύ διαφορετικοί στη μακαριότητα, της οποίας γίνονται μέτοχοι από τον Θεό. Αυτό συμβαίνει, όχι επειδή ο Θεός δεν θα ήθελε να χαίρουν όλοι της ίδιας δικαιοσύνης εκ μέρους Του, αλλά επειδή αυτοί, με τις δικές τους προσπάθειες ή με την απραξία τους, γίνονται απέναντι στον Θεό πρόξενοι διαφοράς στη μακαριότητά τους.



     Αν η αδικία οφείλεται στους άλλους στο κοινωνικό επίπεδο, στο πνευματικό υπερνικάται με την πάλη με τον ίδιο μας τον εαυτό. Η ανισότητα στο κοινωνικό επίπεδο οφείλεται στους άλλους, αλλά στο πνευματικό επίπεδο εξαρτάται εν μέρει από τον καθένα μας. Γι’ αυτό, η πρώτη μπορεί να νικηθεί με τον αγώνα εναντίον των άλλων, αλλά η δεύτερη δεν μπορεί να νικηθεί παρά μόνο με την πάλη με τον ίδιο μας τον εαυτό. Αν όλοι μας διεξήγαμε αυτή την πάλη με τον εαυτό μας, θα πραγματοποιούταν όχι μόνο η δικαιοσύνη και η ισότητα στο πνευματικό επίπεδο, αλλά και η δικαιοσύνη στο εξωτερικό. Ο ιερός Χρυσόστομος αναφέρει τα εξής, όταν ονομάζει τη δικαιοσύνη έλεος του Θεού: «Φιλάνθρωπος γάρ ἐστι (ο Θεός) καὶ ἐλεήμων, καὶ καθάπερ ἡ ὠδίνουσα ἐπιθυμεῖ τεκεῖν, οὕτω καὶ αὐτὸς ἐπιθυμεῖ τὸν ἔλεον ἐκχεῖν τὸν ἑαυτοῦ· ἀλλ’ αἱ ἁμαρτίαι αἱ ἡμέτεραι τοῦτο διακόπτουσιν» (βλ. Εἰς μακάριον Φιλογόνιον, VI, PG 48, 754).

     Την πλήρη εκ Θεού δικαιοσύνη θα απολαύσουν οι δίκαιοι κυρίως στη μέλλουσα ζωή, όπως φαίνεται στην παραβολή του άσπλαχνου πλουσίου και του πτωχού Λαζάρου (Λουκ. 19, 20).

     Ο Θεός καλλιεργεί αυτό τον πόθο για την αληθινή δικαιοσύνη, αλλά δεν την δίνει χωρίς κόπο, επειδή πρέπει κι εμείς να την προσεγγίσουμε με τις συνεχείς μας προσπάθειες και έτσι να πλησιάσουμε Αυτόν τον Ίδιο. Ο Θεός υποστηρίζει αυτή την πρόοδο προς την αληθινή δικαιοσύνη, μεταξύ των άλλων και με το γεγονός ότι Αυτός ο Ίδιος τιμωρεί εκείνους που αδικούν τους άλλους και μάλιστα τους «δικαίους». Ο Ιησούς, που ήταν ο δικαιότερος όλων και υπέφερε τη μεγαλύτερη αδικία εκ μέρους του κόσμου –την πιο μεγάλη σε σχέση με το γεγονός ότι ήταν ο δικαιότερος– αλλά ανυψώθηκε στην ουράνια δόξα για τη δικαιοσύνη Του, υποστηρίζει με τον πιο αποτελεσματικό τρόπο τον αγώνα για την αληθινή δικαιοσύνη κατά την πορεία της ιστορίας.


     Εξάλλου, τιμωρώντας τους άδικους ο Θεός, διαφυλάττει, ως ένα βαθμό, μια ισορροπία στην τάξη του κόσμου και, μ’ αυτό τον τρόπο, τη δυνατότητα όλων να απολαμβάνουν τα αγαθά που Αυτός χάρισε σ’ όλους. Έτσι, αφού η δικαιοσύνη του Θεού είναι δυναμική ιδιότητα ή ενέργεια, Αυτός δημιούργησε τον κόσμο με δικαιοσύνη και θέλει να τον επαναφέρει στη δικαιοσύνη απ’ όλες τις απόψεις.

     Εκείνοι που κοινωνούν των ενεργειών του Θεού, μεταξύ των οποίων είναι και η ενέργεια της δικαιοσύνης, αρχικά με την ύπαρξή τους, έπειτα με τη χάρη με την οποία αποκαθίσταται και ενδυναμώνεται η φύση τους, κινούνται κι αυτοί από την προδιάθεση να πραγματοποιούν τη δικαιοσύνη. Αυτοί προτρέπουν και τους άλλους να πράττουν με δικαιοσύνη. Ο άγιος Ισαάκ ο Σύρος λέει: «Μὴ διαχωρίσῃς πλούσιον ἀπὸ πένητος, καὶ μὴ θέλε μαθεῖν τὸν ἄξιον ἐκ τοῦ ἀναξίου· ἀλλ’ ἔστωσαν πρὸς σε πάντες ἄνθρωποι εἰς τὸ ἀγαθὸν ἴσοι. Τούτῳ γὰρ τῷ τρόπῳ καὶ τοὺς ἀναξίους δυνήσῃ ἑλκύσαι εἰς τὸ ἀγαθόν».


     Ο πνευματικός άνθρωπος δεν θέλει να πραγματοποιηθεί μεταξύ των ανθρώπων μόνο εσωτερική δικαιοσύνη, αλλά και εξωτερική. Γιατί ξέρει ότι η εξωτερική αδικία μπορεί να εμποδίζει την πραγματοποίηση της αγάπης μεταξύ των ανθρώπων, επομένως, και την εσωτερική δικαιοσύνη. Η εξωτερική δικαιοσύνη δεν είναι όμως ο τελικός σκοπός· πιο πάνω απ’ αυτή βρίσκεται η δικαιοσύνη στο πνευματικό επίπεδο. Ο πνευματικός άνθρωπος δίνει το παράδειγμα σ’ αυτό, αφού δεν αγωνίζεται μόνο για την εξωτερική δικαιοσύνη, αλλά σκέφτεται όπως ο άγιος Ισαάκ ο Σύρος, ο οποίος λέει: «Ὁ πτωχεύων ἐκ τῶν κοσμικῶν πραγμάτων, πλουτίσει ἐν τῷ Θεῷ».

     Η πλήρης αληθινή δικαιοσύνη θα σημαίνει και την αποκατάσταση της πλήρους ισορροπίας μεταξύ όλων των κτισμάτων, που είναι η πλήρης αντανάκλαση της δικαιοσύνης του Θεού, ο Οποίος αγαπά τα πάντα (βλ. Περὶ θείων ὀνομάτων, κεφ. Η΄ §7, PG III, 893-896). Η δικαιοσύνη, ως προσήκουσα σχέση ανάμεσα σε μας και τον Θεό και μεταξύ μας, επειδή είναι η πλήρης αμοιβαία πραγματικότητα και εκτίμηση, είναι προϋπόθεση για την απρόσκοπτη ανοικτή επικοινωνία. Ο δίκαιος δεν έχει λόγο να κρύβεται, όπως έχουν λόγο ο άδικος και ο αδικημένος να κρύβουν τις σκέψεις τους ο ένας από τον άλλο.


     Θα ήταν λάθος να πιστεύουμε, όπως πιστεύουν οι Διαμαρτυρόμενοι, ότι εν Χριστώ ο Θεός έδειξε δικαιοσύνη από έλεος σε μια παθητική ανθρωπότητα. Σ’ αυτή την περίπτωση θα εκδηλωνόταν μόνο το έλεος του Θεού και όχι η δικαιοσύνη Του. Εν Χριστώ, όμως, η πληρέστατη δικαιοσύνη του Θεού στεφάνωσε την πληρέστατη δικαιοσύνη του ανθρώπου, πραγματοποιήθηκε τέλεια αντιστοιχία μεταξύ τους. Εδώ φαίνεται η σημασία της ανθρώπινης θέλησης εν Χριστώ. Αν ο Θεός εκδήλωνε το έλεός Του χωρίς δικαιοσύνη, δεν θα πραγματοποιούσε σε μας παιδαγωγικό έργο, δεν θα Τον ενδιέφερε η δική μας πρόοδος, αλλά θα έδειχνε ότι δεν μας δημιούργησε ως όντα ικανά για πνευματική πρόοδο. Η ίδια δημιουργική Του δύναμη θα εμφανιζόταν εξαιρετικά μετριασμένη. Ως άνθρωπος ο Χριστός εκπληρώνει τη δικαιοσύνη, επειδή είναι ο αντιπρόσωπος όλων μας· ενώ, ως Θεός, ανταμείβει με δικαιοσύνη αυτή τη δικαιοσύνη. Και τα δύο τα πραγματοποιεί, επειδή είναι μία και η αυτή υπόσταση και για τη θεότητα και για την ανθρωπότητα. Και τα πραγματοποιεί, όχι μόνο επειδή θέλει να γίνουμε εμείς κοινωνοί της δικαιοσύνης Του, ως Θεού, ή της δικαιοσύνης του Θεού που παρέχεται σ’ Αυτόν από έλεος –μάλλον από το έλεος του Θεού χωρίς δικαιοσύνη, που εμείς τη δεχτήκαμε παθητικά– αλλά και της δικαιοσύνης Του, ως ανθρώπου, με τη δική μας προσπάθεια και με τη βοήθεια, βέβαια, της Χάριτος του Χριστού ή του Πνεύματός Του.


     Την πλήρη δικαιοσύνη ο Θεός την πραγματοποιεί εν Χριστώ, όχι μόνο με το γεγονός ότι πληροί τον Χριστό, ως άνθρωπο, με όλη τη δόξα και τη λαμπρότητα των θείων Προσώπων, αλλά και επειδή πληροί κι εμάς μ’ αυτή την εν Χριστώ μακαριότητα, εφόσον νικήσαμε εν Αυτώ: «Ὁ νικῶν, δώσω αὐτῷ καθίσαι μετ’ ἐμοῦ ἐν τῷ θρόνῳ μου, ὡς κἀγὼ ἐνίκησα μετὰ τοῦ πατρός μου ἐν τῷ θρόνῳ αὐτοῦ» (Αποκ. 3, 21). Η δικαιοσύνη του Θεού θα μπορέσει να πληρώσει τη γη, επειδή ακριβώς θα επιδειχθεί και εκ μέρους του Θεού και εκ μέρους μας. Μόνο έτσι θα μπορέσει να εκπληρωθεί αληθινά η πρόθεση του Θεού να πληρώσει τον κόσμο με δικαιοσύνη: ακτινοβολώντας και μέσα από μας και πάνω από μας. Μόνο έτσι ο κόσμος θα μπορέσει να γίνει πραγματικά «Βασιλεία του Θεού», που είναι «δικαιοσύνη και ειρήνη και χαρά εν Πνεύματι Αγίω» (Ρωμ. 14, 17). 

π. ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΣΤΑΝΙΛΟΑΕ
(1903–1993)




[π. Δημητρίου Στανιλοάε:
«Ορθόδοξη Δογματική Θεολογία»,
Μέρος Πρώτο:
«Η περί Θεού
Ορθόδοξη Χριστιανική Διδασκαλία»,
κεφ. ΙΙ, Γ΄, §2, σελ. 216–227,
Μετάφραση:
π. Κωνσταντίνος Coman
Γιώργος Παπαευθυμίου,
Εκδόσεις «Αρμός»,
Αθήνα, Νοέμβριος 2011.
Επιμέλεια ανάρτησης,
επιλογή θέματος και φωτογραφιών,
πληκτρολόγηση κειμένων:
π. Δαμιανός.]








Επιτρέπεται η αναδημοσίευση
των αναρτήσεων από το «Ειλητάριον»,
αρκεί να αναφέρεται απαραίτητα
ως πηγή προέλευσης.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου