Τὸ Εἰλητάριον. «Γράψον ἃ εἶδες καὶ ἅ εἰσι» (Ἀποκ. α΄ 19).



Τετάρτη 23 Δεκεμβρίου 2015

ΣΥΜΦΩΝΟ ΣΥΜΒΙΩΣΗΣ ΜΕ ΤΟ ΑΒΙΩΤΟ

ΣΥΜΦΩΝΟ ΣΥΜΒΙΩΣΗΣ ΜΕ ΤΟ ΑΒΙΩΤΟ


     Μετά τα σκληρά μνημόνια της επταετίας, είναι πια προδιαγεγραμμένη η πορεία μας σε μια άλλη ασύγκριτα σκληρότερη κατοχή: θα χρειαστούμε όχι ένα, αλλά πολλά ακόμη Σύμφωνα Συμβίωσης ώστε να μην υπάρξει καμιά πια «διαφωνία» μεταξύ μας για το «ασυμβίωτο» ή μάλλον για το πραγματικά «αβίωτο» της ζωής μας. Της ζωής, που ψάχνει να βρει μανιωδώς την ισορροπία και την καταξίωσή της αποκλειστικά μέσα στη φθηνή ρότα των παθών.

     Πάντοτε ο Θεός και ο νόμος Του, τα εντάλματα της σωτηρίας Του, ήταν στο περιθώριο. Ο Ίδιος ο Θεός ήταν πάντα Εκτός· ο απόλυτα Επικηρυγμένος από τον κόσμο και το σύστημά του. Ο Χριστός μας, ήταν (και είναι) άσπιτος, άοικος, άπατρις, μετανάστης, διωκόμενος, κρινόμενος, σταυρούμενος, άπνους και θανατωμένος. Ποιος και γιατί ξενίζεται, ποιος και γιατί απορεί και εξίσταται τώρα, δεν το καταλαβαίνω. Ο κόσμος είχε και έχει τα δικά του ήθη, τη δική του αντίληψη και νοοτροπία, τα δικά του «καλά», τη δική του «καλοσύνη». Ποιος σας είπε ότι το αγαθό και το δίκαιο του Θεού μπορεί να ταιριάξει με το καλό και το δίκαιο του κόσμου; Τις περισσότερες φορές δεν συμβαίνει κάτι τέτοιο.

     Είναι εντελώς άλλο η νομιμοποίηση που παρέχει ένας «πολιτισμένος», «δημοκρατικός», «κοινοβουλευτικός», «πολυκρατικός» και «νομικός» κόσμος και άλλο η συμφωνία, η κατάφαση και η συνευδόκηση του Θεού με τα πάθη της σάρκας μας, προς τα οποία, για να είμαστε ειλικρινείς και αληθινοί, μια δεδομένη πείρα την έχουν λάβει άπαντες λίγο ή πολύ σήμερα. Το θέμα δεν είναι τι είναι «ηθικό» με την κλειστή έννοια, αλλά τι είναι θεάρεστο, θεολογικό, ευλογημένο, χαριτωμένο και ένθεο, δηλαδή τι μπορεί να ελκύσει και να αφομοιώσει Χάρη Θεού στα πρόσωπα, τη ζωή και τα έργα μας. Τι είναι αυτό που ακυρώνει ευθέως τη χριστοποίησή μας και την ομοίωσή μας με το Θεό και ποιο είναι εκείνο που ανατρέπει τελείως την αληθινή θεογνωσία μέσα μας· εκείνη τη θεογνωσία που είναι η αιώνια ζωή και όχι οι θεωρίες και οι διακηρύξεις, οι αφορισμοί και οι αντεγκλήσεις. Θα ήταν τουλάχιστον αχαρακτήριστη αλαζονεία από τη μεριά μας να περιμένουμε έναν Θεό να συμφωνήσει και να επευλογήσει την οδό των δικών μας συνηθισμένων ή ιδιαίτερων παθών. Είτε αυτά τα πάθη ανήκουν σε άγαμους, είτε σε έγγαμους, είτε σε ετερόφιλους είτε σε ομόφιλους. Μη ξεχνάμε δε ότι, όσο δεν έρχεται ο πάσης μορφής πόνος, η δοκιμασία, η θλίψη και έσχατος ο θάνατος, η ανταριασμένη και ανήρεμη σάρκα μας όλο τέχνες θα κατεργάζεται μέσα στη διάνοιά μας για τη διαρκή και ποικιλότροπη αναμόχλευση ηδονής.

     Η ορθότητα της πίστης μας δεν επιδέχεται τις αλλοιώσεις που της δίνει η συναισθηματική πλοκή της φαντασίας μας, προς την οποία καταφεύγουμε συχνά, όταν δεν μας καλύπτει η αποκάλυψη του θείου Λόγου. Και ασφαλώς δεν έχει να χάσει κάτι η Εκκλησία, αν κάποιοι μένουν ασύνετα δυσαρεστημένοι με την αλήθεια και την αγάπη της Χάρης Της. Ο Θεός επειδή είναι φιλάνθρωπα απαθής, είναι απερινόητα και απίστευτα συγχωρετικός, παρέχοντάς μας σκανδαλωδώς την άφεσή Του, μέσα σε μια ακατάλυτη και θαυμαστή ελευθερία, που προσφέρεται είτε για την κτήση του αγαθού είτε για την επανεύρεσή του, είτε για την αρετή είτε για την μετάνοια. Αλλά όχι επειδή, βάσει των δικών μας αθεολόγητων και πρόχειρων προφάσεων, «είναι όλος αγάπη», μπορεί και να είναι και άδικος με τον Εαυτό Του και συμμέτοχος και συναυτουργός στο όποιο πάθος μας. Είναι να απορεί κανείς: όλοι μιλάνε αδιάκοπα για την αγάπη του Θεού, αλλά ολοένα και πιο ελάχιστοι γεύονται το πρώτο γνώρισμα αυτής της αγάπης που είναι η άφεση. Αλλά για να νιώσει κάποιος τούτο το θεϊκό δώρο της άφεσης, πρέπει να αισθανθεί και να ομολογήσει την προσωπική αμαρτία του. Αν δεν γίνει αυτό, ή ο Θεός είναι μη–αγάπη ή όλοι εμείς αναμάρτητοι. Υπάρχει και κάτι άλλο ακόμη: πολλοί μπαίνουμε στην παγίδα να κοπτόμαστε ματαίως για μια μερίδα ανθρώπων, οι οποίοι με τα λόγια και τα έργα τους, φαίνεται τουλάχιστον ότι δεν αγαπούν και δεν επιθυμούν τη σωτηρία τους. Πρέπει να καταλάβουμε όσο ποτέ άλλοτε ότι όλος ο κόσμος «εν τω πονηρώ κείται». Και, μαζί του, όσο εμείς συγκοινωνούμε με τα πάθη του, είμαστε κι εμείς το ίδιο πονηροί ή παμπόνηροι. Κανένας δεν μπορεί να δρασκελίσει έξω από το καζάνι της προσωπικής ή πανανθρώπινης αμαρτίας και να δακτυλοδείξει τον πλησίον του. Αλλά παρόλο που οδεύουμε προς τον πάτο, είναι παράδοξα λυτρωτικό να έχουμε γνήσιο ταπεινό φρόνημα και να γνωρίζει η καρδιά μας ποιο είναι το άγιο θέλημα του Θεού στη ζωή μας, ακόμη κι αν αυτό το θέλημα φαίνεται να είναι από τη μεριά μας ακατόρθωτο και ανεκπλήρωτο. Έρχεται στιγμή που αυτό που μας σώζει κυριολεκτικά είναι να βαστάζουμε το νου μας στην ταπείνωση που μας δίνει άμεσα η ενδόμυχη εικόνα της ευτέλειας και της αμαρτωλότητάς μας. Δεν μας σώζει η αυτάρκεια και ο εφησυχασμός μιας εξωτερικής εκπλήρωσης των εντολών. Ούτε βέβαια η αλαζονική αγνόησή τους που, από ένα σημείο και μετά, ασφαλώς και συνιστά ύβρη και άρνηση Θεού. Η ταπείνωση μοιάζει ένας σαν πανίσχυρος μαγνήτης που προσελκύει ολοένα τη Χάρη του Θεού, σε οποιαδήποτε καρδιά κι αν βρεθεί και βιωθεί, παρά τις όποιες και όσες τυχόν αμαρτίες της.

     Αφήστε που, είναι φορές, που μπορεί να ισχύει και το εξής παράδοξο σ’ έναν άνθρωπο: να μη καταφέρνουν να τον χαρακτηρίζουν οι πτώσεις και οι αμαρτίες του· αλλ απεναντίας αυτές να αποτελούν μια θλιβερή κρούστα πίσω από την οποία μπορεί να κρύβεται επιτήδεια το τραυματισμένο και πονεμένο του πρόσωπο. Όποιος δεν δει και δεν αισθανθεί καλά τον πόνο αυτό του συνανθρώπου του, αμαρτάνει περισσότερο από τον καθένα. Από την άλλη, η πιο δύσκολη ποιμαντικά περίπτωση είναι εκείνος ο άνθρωπος που νιώθει ότι είναι «καθαρός», «άμεμπτος» και «ηθικός», ότι εκπληρώνει στο έπακρο τα εντάλματα του Θεού, ζώντας με αυτάρκεια και αυτοδικαίωση το μυστήριο της δανικής σωτηρίας του. Αυτός νομίζει μεν ότι άγεται και προχωράει κατά Θεόν, αλλά στην ουσία οπισθοδρομεί χωρίς να το καταλαβαίνει και χωρίς μάλιστα να έχει τη δυνατότητα να το καταλάβει ποτέ λόγω της ιδιαίτερης πώρωσης που φέρει ανεπίγνωστα μέσα του. Και αντίθετα ένας άλλος άνθρωπος, φορτωμένος με χίλιες–δυο «κραυγαλέες» αμαρτίες που του έχουν αμαυρώσει την κατάσταση της καρδιάς του και του έχουν τσαλακώσει την εξωτερική καλή μαρτυρία του ψεύτη και υποκριτή ντουνιά, να έχει μια τέτοια συντριβή και ταπείνωση μέσα του, η οποία να του επιτρέπει να ζει άφθονα το θείο έλεος μέσα του, τόσο αγγελικά και αξιοζήλευτα, που πλησιάζοντάς τον κανείς να αισθάνεται απροσδόκητα μικρός και ωφελημένος δίπλα του.

     Η ψυχή του ανθρώπου είναι μυστήριο. Αυτό το μυστήριο, άλλοτε παίρνει χρώματα αγγέλων και άλλοτε είναι βουτηγμένο στη σκιά και τη σκαιότητα των παθών και της αμαρτίας, μέσα στην οποία χαίρεται πάντα ο αρχέκακος εχθρός μας να βλέπει να βρισκόμαστε συνέχεια. Ζούμε το μυστήριο της απωλείας και το μυστήριο της σωτηρίας ταυτόχρονα, μέσα μας και έξω μας, γύρω μας, κοντά και μακριά μας. Όμως, «εδώ είναι η σοφία των αγίων», που λέει κι η Αποκάλυψη. Ποια «σοφία»; Η σοφία τού να γνωρίζεις κατά πού πάει η οδός. Η οδός, που είναι ο τρόπος. Ο τρόπος, που είναι η διάθεση κι η πράξη του καθενός. Η πράξη, που είναι ένας συνεχής αγώνας. Ο αγώνας, που στεφανώνει οπωσδήποτε και οποιονδήποτε. Δυστυχώς στον αστερισμό της πολλής διαστρέβλωσης που ζούμε, ολοένα και πιο λίγοι γνωρίζουν ότι αυτή η νίκη μας δεν βασίζεται σε πρωταθλητισμούς και κύπελλα αρετών. Κανένας δεν είναι πιο ενάρετος από κανέναν. Κανένας δεν είναι πιο άγιος από κανέναν. Επομένως, ο αγώνας είναι αυτό(ς) που φέρνει αβαρύγδουπα τη νίκη. Και η νίκη δεν είναι το «σχοινί» και το «χειροκρότημα» που λέει το γνωστό άσμα. Αλλά βεβαίως η Χάρη του Θεού. Που έρχεται σιωπηλά στον άνθρωπο, τον ταπεινό και τον αγωνιστή, και του κάνει την καρδιά Παράδεισο.

     Λυπάμαι για τις ακρότητες που ακούστηκαν. Είναι εύκολο να κηρύττεις, πανεύκολο να αφορίζεις. Δύσκολο να εκτιμάς και να ζυγίζεις, να προσεγγίζεις και να κατανοείς. Λυπάμαι για τις αστοχίες, τις υπερβολές, τις γενικεύσεις, τις αγαπολογίες, τα αγέλαστα χιουμοριστικά, τις αστοχίες της αδιακρισίας, τις προκλητικότητες της ασέβειας, τις ειρωνείες, τα ευτράπελα, τις υποτιμήσεις, τις υπερθεματίσεις, τα εύκολα, τα έξυπνα, τα σπιρτόζικα, τα πρωτότυπα, τα κενόδοξα λόγια που είπαμε και λέμε. Μας αρέσει να μας αρέσουν και έτσι να σπάμε λίγο την ανία της κληρικής μοναξιάς μας. Η επιδοκιμασία και η κολακεία του κόσμου μάς δίνει μια ενίσχυση, ωραία μεν, αλλά καθόλα χάρτινη. Κάποτε κι αυτά τα λόγια μας, βρίσκουν ευτυχώς την τελεία τους. Μετά την τελεία, έρχεται η σιωπή, η περισυλλογή και η μοναξιά. Και των μεν και των δε. Τελικά, όσο αμαρτωλός και να είμαι και να είσαι και να είμαστε, στο βάθος-βάθος, δεν αξίζει πραγματικά να είναι κανείς μόνος, γιατί δεν είναι η αμαρτία ο προορισμός μας, το ρούχο μας, αλλά η τερπνότητα και η ωραιότητα της αθανασίας του Θεού. Κάποιοι άνθρωποι, στέκονται μόνοι, αυτοί και η αμαρτία τους. Ας τους αγκαλιάσουμε με σεβασμό και προσευχή, όχι ως «θεοί», όχι ως αυτόκλητοι «σωτήρες», όχι ως «άγιοι», αλλά ρεαλιστικά ως συναμαρτωλοί. Κι αυτό είναι αν μη τι άλλο ενότητα καρδιών, ενότητα Σώματος. Σώματος Εκκλησίας, Σώματος με κεφαλή τον Χριστό. Αμαρτωλά είναι όλα αυτά τα μέλη που υπάρχουν και συνυπάρχουν μέσα σε αυτό το Σώμα και μέσα σε αυτή την Εκκλησία, πανάγια, πάναγνη και καθάρια όμως η Κεφαλή της. Τι μυστήριο! Τι ωραία που μας τα τακτοποιεί ο Χριστός πάντα! Δεν είμαστε εμείς βεβαίως που θα σώσουμε κανέναν. Είναι μονάχα ο Θεός που, φορές, περιμένει εμείς επιτέλους να μεριάσουμε και να κάνει Αυτός ήσυχα τη δουλειά Του μαζί τους.

     Ζούμε το μυστήριο των εσχάτων που προσδοκούμε ότι θα μας φέρει πολύ φως και πολύ χαρά στο τέλος, παρά τη δοκιμασία, τη θλίψη, την αποκαρδίωση, την απελπισία και όχι λίγες φορές την ανελπιστία που εισπράττουμε προσωπικά, διαπροσωπικά, κοινωνικά, παγκόσμια.
     «Ας συνεχίσει ο άδικος να αδικεί·
     ο ακάθαρτος ας συνεχίσει τα ακάθαρτα έργα του·
     ας συνεχίσει ο δίκαιος να κάνει το δίκαιο·
     κι ο άγιος ας συνεχίσει την αγιοσύνη του.
     Ακούστε! Έρχομαι σύντομα!» (Αποκ. 22:11).
     Και όταν έρθει Αυτός στην καρδιά μας και στον κόσμο μας, όλα εκείνα τα πάθη που πριν μας έλεγαν δυναστευτικά ποια ζωή να κάνουμε, δραπετεύουν και διαλύονται σαν το ιστό της αράχνης, σαν τη φούσκα του σαπουνιού που έλεγε ο Γέροντας Ιωσήφ. Και μαζί Του θα καταλάβουμε ποιο ήταν το ψέμα μας, ποια ήταν η απάτη μας και ποια θα είναι από ’δω και πέρα η αλήθεια, η χαρά μας και η αγάπη μας…

π. Δαμιανός







Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου