Τὸ Εἰλητάριον. «Γράψον ἃ εἶδες καὶ ἅ εἰσι» (Ἀποκ. α΄ 19).



Κυριακή 17 Ιανουαρίου 2016

ΑΥΤΗ ΠΟΥ ΕΚΡΥΨΕ ΤΟΝ ΜΕΓΑ ΑΘΑΝΑΣΙΟ

ΑΥΤΗ ΠΟΥ ΕΚΡΥΨΕ ΤΟΝ ΜΕΓΑ ΑΘΑΝΑΣΙΟ


     Στην Αλεξάνδρεια γνώρισα μια αφιερωμένη κόρη, που εγώ την πρόφθασα στα εβδομήντα της χρόνια· μάλιστα όλος ο κλήρος της πόλης βεβαίωνε γι’ αυτήν πως, όταν ήταν νέα, μέχρι είκοσι ετών, επειδή ήταν πανέμορφη απέφευγε τις συναναστροφές εξαιτίας της ομορφιάς της, για να μην κατηγορηθεί κανείς που τη συναντά από την υποψία των πονηρών ανθρώπων.

     Όταν λοιπόν οι Αρειανοί στα χρόνια του βασιλιά Κωνστάντιου άρχισαν να σκευωρούν εναντίον του μακάριου Αθανασίου του Μεγάλου, επισκόπου Αλεξανδρείας, χρησιμοποιώντας γι’ αυτό το σκοπό σαν όργανό τους τον ευνούχο του βασιλιά, τον Ευσέβιο, και συκοφαντώντας τον άγιο για ζητήματα αισχρά, αυτός ο Μέγας Αθανάσιος επειδή απέφευγε να κριθεί από διεφθαρμένο δικαστήριο, δεν πήρε το θάρρος να καταφύγει ούτε σε κάποιο συγγενή του, ούτε σε φίλο, ούτε σε κανέναν άλλο. Αλλά όταν οι άνθρωποι του έπαρχου έκαναν αιφνίδια επιδρομή στο Επισκοπείο και τον αναζητούσαν, αυτός αφού πήρε μονάχα το χιτώνα και την κάπα του, κατέφυγε περίπου τα μεσάνυχτα προς αυτή την κόρη.


     Εκείνη στην αρχή παραξενεύτηκε γι’ αυτό και τρόμαξε. Τότε της λέει ο Μέγας Αθανάσιος: «Επειδή με καταζητούν οι Αρειανοί και με συκοφαντούν για αισχρά ζητήματα, για να μη φορτωθώ κι εγώ με το βάρος της παράλογης υποψίας, αλλά και για να μη βάλω σε αμαρτία αυτούς που θέλουν να με τιμωρήσουν, σκέφτηκα να φύγω. Μάλιστα, μου αποκάλυψε ο Θεός αυτή τη νύχτα ότι “πουθενά αλλού δε θα μπορέσεις να σωθείς, παρά μονάχα κοντά σ’ αυτή την κόρη”».

     Τότε εκείνη από την πολλή της χαρά, αφού απέρριψε κάθε διστακτική σκέψη, αφιερώθηκε εξ ολοκλήρου στον Κύριο (με αυτή την ιερή διακονία που της παρουσίασε το θέλημα του Θεού). Για έξι ολόκληρα χρόνια (356–362) έκρυψε η ίδια εκείνον τον αγιότατο επίσκοπο, για όσο ζούσε ο Κωνστάντιος. Μόνη της σ’ όλο αυτό το διάστημα, του έπλενε τα πόδια, φρόντιζε για την καθαριότητά του, τακτοποιούσε όλες του τις ανάγκες, δανειζόταν ακόμη και βιβλία που ήθελε και του τα πήγαινε. Στα έξι αυτά χρόνια, κανείς από τους ανθρώπους της Αλεξάνδρειας δεν έμαθε ποτέ πού μένει ο μακάριος Αθανάσιος.


     Και όταν ανακοινώθηκε ο θάνατος του Κωνστάντιου κι έφτασε αυτή η είδηση στ’ αυτιά του, αφού ντύθηκε και πάλι καλά για να μην αναγνωρίζεται, βρέθηκε τη νύχτα στην εκκλησία, ενώ όλοι εκεί εξεπλάγησαν και τον έβλεπαν σαν νά ’βλεπαν κάποιον που ήρθε απ’ τους νεκρούς.

     Και κάπως έτσι δικαιολογούνταν ο Μέγας Αθανάσιος προς τους γνήσιους φίλους του λέγοντας τα εξής λόγια: «Γι’ αυτό το λόγο δεν κατέφυγα σ’ εσάς· για να σας εξασφαλίσω τη δυνατότητα να ορκιστείτε με ειλικρίνεια προς τις αρχές που με αναζητούσαν ότι πράγματι δεν γνωρίζατε καν που μένω, αλλά και για ν’ αποφύγουμε έτσι την έρευνα στα σπίτια σας. Κατέφυγα σ’ εκείνη την κόρη, την οποία δεν θα μπορούσε κανείς να υποψιαστεί ότι με κρύβει επειδή είναι ωραία και νέα. Έτσι όμως κέρδισα δύο πράγματα: και τη σωτηρία της επειδή την ωφέλησα και την υπόληψή μου».  

ΠΑΛΛΑΔΙΟΣ ΕΛΕΝΟΠΟΥΛΕΩΣ
(364–430)


[Παλλαδίου:
«Λαυσαϊκή Ιστορία» (420 μ.Χ.),
Τόμ. 2ος, Κεφ. 63ο (LXIII), 
σελ. 56–59,
Μετάφραση–Εισαγωγή–Σχόλια:
Ν. Θ. Μπουγάτσου (1911–2006)
και Δ. Μ. Μπατιστάτου (1921–1991),
Αθήναι, έκδοσις 2η (χ.χ.),
Εκδόσεις «Τήνος».
Επιμέλεια ανάρτησης,
επιλογή θέματος και φωτογραφιών,
πληκτρολόγηση κειμένου
και ολική μεταφορά του
στη Δημοτική: π. Δαμιανός.]






Επιτρέπεται η αναδημοσίευση
των αναρτήσεων από το «Ειλητάριον»,
αρκεί να αναφέρεται απαραίτητα
ως πηγή προέλευσης.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου