Τὸ Εἰλητάριον. «Γράψον ἃ εἶδες καὶ ἅ εἰσι» (Ἀποκ. α΄ 19).



Παρασκευή 16 Ιουνίου 2017

Η ΣΥΓΓΕΝΕΙΑ ΜΑΣ ΜΕ ΤΟΝ ΧΡΙΣΤΟ

Η ΣΥΓΓΕΝΕΙΑ ΜΑΣ ΜΕ ΤΟΝ ΧΡΙΣΤΟ


     Καθόμαστε και γράφουμε, με ελπίδα και συνάμα με αγωνία, και «πηγαίνουμε στην εκκλησία τα ονόματα» αγαπημένων προσώπων της οικογενείας και της στέγης μας· γράφουμε τους φίλους, τους συμπαραστάτες, τους βοηθούς μας, τους ευεργέτες μας, αυτούς που κάποτε, κάπως, μας εξυπηρέτησαν σε κάτι, αυτούς που μας αγάπησαν, αυτούς που αγαπήσαμε και εκτιμήσαμε μέσα από τις ίδιες τις εξ αμφοτέρων πράξεις και τις διαθέσεις, μέσα από την προσφορά και την εμπιστοσύνη της σχέσης που κτίσαμε μαζί τους. Τόση αρμονία και ευωχία σε όλο αυτό! Υπέροχο να το ζεις, υπέροχο να το γράφεις και υπέροχο να το θυμάσαι.

     Ας πάμε λίγο και από τη μεριά της απευκταίας αλλά ωστόσο πολύ ρεαλιστικής δυσαρμονίας, προς την σκαιή όχθη ενός πολύ ιδιαίτερου χάους που φέρνει η κακία τόσο αιφνιδιαστικά στην ανυποψίαστη συνείδησή μας… Ας πορευθούμε θαρρετά και γόνιμα και προς τη θλιβερή πραγματικότητα της αποδόμησης ή της προδοσίας μιας φιλίας που δεν προχώρησε, μιας σχέσης που δεν τελεσφόρησε, μιας αγάπης που λίγο-πολύ νομίζαμε και πιστεύαμε αμετάπειστα ότι είχαμε μέσα μας, αλλά δεν υπήρχε πουθενά, σε καμιά καρδιά και σε καμιά πράξη...

     Ερώτηση κρίσεως: Τους εχθρούς μας (αυτούς, τους άλλους «ευεργέτες» μας), τους μνημονεύουμε στις κατά καιρούς Προσευχές μας; Θα πάμε ποτέ τα ονόματά τους στην Πρόθεση για να μνημονευθούν από τον ιερέα της ενορίας μας, από τον Πνευματικό της καρδιάς μας, σε μια Αγρυπνία που θα γίνει κοντά ή μακριά μας, σε μια καθημερινή θεία Λειτουργία, σε μια κατανυκτική Παράκληση, σε μια Αρτοκλασία που ενδεχομένως να κάνουμε (εάν κάνουμε) με αφορμή μια προσωπική γιορτή, ένα δικό μας γεγονός ή μια επέτειο; Ξέρουμε σχεδόν μηχανικά και θαρρείς με μια αυτοματοποιημένη στοργή να γράφουμε και να ξαναγράφουμε ακούραστα σε μικρά ή μεγάλα χαρτιά τα ονόματα των προσφιλών μας συγγενών και αγαπημένων φίλων, προσμένοντας γι’ αυτούς κάθε έλεος, δύναμη, ενίσχυση και προκοπή από τον θρόνο του Υψίστου. Αλλά, γιατί δε γίνεται το ίδιο και με τους εχθρούς μας; Τι μας εμποδίζει; Γιατί μουδιάζουμε από σκέψεις τόσο απορριπτικές γι’ αυτούς; Γιατί το αναβάλλουμε; Το να τους θυμηθούμε, έχει πολύ μεγάλη αξία και σημασία! Δηλαδή ο Θεός ξεχνάει κανέναν στην αγάπη Του; Όποιος δε θέλει να θυμάται με αγάπη, δηλαδή με συγχώρεση πρώτα από όλα και πάνω από όλα, αυτός ζει ή μια ατακτοποίηση απώθηση ή ένα αθεράπευτο μίσος μέσα του και επιτρέπει τον εγωισμό του να στέκει εμπρός του σαν ένα ανυπέρβλητο τοίχο. Να τους θυμόμαστε, λοιπόν, τους «αγαπητούς» κ.κ. εχθρούς μας, έστω και μηχανικά, έστω και χωρίς διάθεση, έστω και με μια μεγάλη βαρυθυμία από μέρους μας. Το ότι αποφασίζουμε με το καλό να τους θυμόμαστε, Κάτι είναι κι αυτό: είναι το ένα που μας έλειπε και μας λείπει, είναι η αρχή του τέλους του ανομολόγητου και ανεξακρίβωτου μίσους μας, είναι η επαινετή αρχή της πιο αισθαντικής αρχής της αγάπης εντός μας.

     Και είναι πολύ γνωστός εκείνος ο εσωτερικός πόλεμος τότε: όλες οι κακές αναμνήσεις μπροστά μας· μία-μία οι άσχημες εικόνες σε μια αμείλικτη, πολύ ξεκάθαρη και αθόλωτη σειρά, όλες οι στρεβλές θύμησες θα είναι παρούσες μέσα στο πνευματικά άπειρο μυαλό μας. Μόνο τότε, κατά την ώρα και τη στιγμή της Προσευχής, θα θυμόμαστε με ισχυρή απόρριψη όσους μας λύπησαν, όσους μας αδίκησαν, όσους μας πίκραναν, όσους μας έδειξαν κάθε αχαριστία, κάθε αγνωμοσύνη, κάθε αδιαφορία και αναισθησία. Γράψε, ισόψυχε και γνωστέ άνθρωπέ μου, τους εχθρούς σου σ’ ένα χαρτί και δώσ’ το ανενδοίαστα στον ιερέα που γνωρίζεις και που δε γνωρίζεις! Άρχισε να μνημονεύεις, κάνε κι εσύ έναν ωραίο, φιλόθεο και θεάρεστο αγώνα να κάνεις και τη δική σου καρδιά μια άλλη, εσωτερική Πρόθεση Προσευχής. Κάνε πέρα όλες τις δυσάρεστες αναμνήσεις και τις λογικές αιτιάσεις που στέκονται σαν αναχώματα του παμπάλαιου πειρασμού και του αρχέγονου πειραστή, προκειμένου εσύ να μη βιώσεις, όχι απλά μια πρόσκαιρη, περιορισμένη ψυχολογική ηρεμία ή μια γκουρουϊστική ειρήνευση, αλλά το αιώνιο μεγαλείο της χριστοκεντρικής Συγχώρεσης και χριστοειδούς καταλλαγής με όσους σε λύπησαν και με όσους έθλιψαν την καρδιά σου στην πορεία σου. Η αρχή του εγχειρήματος της συμμετοχής μας στην Προσευχή σηματοδοτεί σταδιακά την πνευματική κατάσταση που λέγεται και είναι η Συγγνώμη του Χριστού στην καρδιά μας και αυτό πραγματοποιείται πάντα με το να αρχίσουμε, λίγο-λίγο, να γράφουμε τα ονόματα μερικών, κάποιων ή όλων των εχθρών μας στο χαρτί και αυτό το χαρτί να το πηγαίνουμε έπειτα, με συναίσθηση, με προσευχή και με ταπείνωση στον ιερέα για να μνημονεύσει όσα ονόματα γράψαμε εμείς γενναιόδωρα. Πώς αλλιώς θα έχει η Προσευχή μας παρρησία, δύναμη και φτερά; Πώς θα έχει ο βίος μας έμπρακτη ευρωστία, παλμό και ομορφιά ευαγγελικότητας; Με τις ατέρμονες και τις χιλιοειπωμένες θεωρίες μας; Με τα θολά και γλυκερά μας «πιστεύω»; Δε νομίζω…

     Λοιπόν, έτσι, διά της θείας Συγχωρήσεως, έρχεται και κατέρχεται η Χάρη του Θεού στην καρδιά· έτσι τελειοποιείται και καρποφορεί η Προσευχή μας· έτσι μόνο ακουγόμαστε στον Θεό: «συγχώρεσε αυτά που Σου χρωστάμε εμείς, όπως κι εμείς συγχωρούμε τους οφειλέτες μας» λέμε στο «Πάτερ ημών»· έτσι στερεώνεται και εδραιώνεται η καρδιά μας μέσα στο Λειτουργικό Μυστήριο της Εκκλησίας· μέσα στο χριστοευκτικό γίγνεσθαι· έτσι αρχίζουμε και βιώνουμε, βαθμιαία και σταθερά, μέσα από τη θεία Ευχαριστία, την ακακία, τη μακροθυμία και τη συγχωρητικότητα και την άφεση του Χριστού, η οποία δεν είναι απλώς μια «αρετή» ή ένα «κατόρθωμα» αρετής, αλλά θείο ιδίωμα, θείο χαρακτηριστικό του Προσώπου Του, και η οποία πάλι, δεν έχει κορεσμό, τέλος και όριο όταν άρχεται κανείς να τη βιώνει εν Χριστώ· έτσι εισέρχονται μέσα μας με δύναμη και έκπληξη τα χνώτα του Χριστού ως ρεύματα και πνοές αθανασίας· έτσι νικιέται ο κάθε μας θάνατος, έτσι κατατροπώνεται ο λυγμός, ο αναστεναγμός, το παράπονο, η πίκρα, η εναντίωση, η μνησικακία, η έχθρα, η ζηλοτυπία, ο φθόνος, η ταραχή, έτσι αναπαύεται η προηγουμένως ανειρήνευτη ψυχή μας. Με τη Χάρη του Θεού αρχίζουμε να καταλαβαίνουμε μια άλλη βιωματική αλήθεια, ένα άλλο υπερκόσμιο και θαυμάσιο πλήρωμα αλήθειας, ότι βασικά δεν είμαστε οι μόνοι που πικραθήκαμε και που πληγωθήκαμε, αλλά είμαστε εξίσου οι αδιανόητα, οι παράλογα και ανεπίτρεπτα μόνοι που, με κάθε γνωστό ή άγνωστο σ’ εμάς τρόπο, πικράναμε, πληγώσαμε, αδικήσαμε, θλίψαμε, εξουθενώσαμε, προσβάλλαμε, αδιαφορήσαμε, προσπεράσαμε, απαξιώσαμε, που δεν συντρέξαμε, που τέλος πάντων δεν αγαπήσαμε τελείως, αλλά πολύ μερικώς και εσφαλμένως, υποκριτικά, πρόχειρα και συγκαλυπτικά, τον Θεό της φαινομενικής και θεωρητικής μας πίστης, όπως επίσης και δεν αγαπήσαμε, ειλικρινά και με ανιδιοτέλεια, τις δικές Του έμψυχες και λογικές εικόνες επί της γης: τους όποιους και όσους συνανθρώπους μας.

     Όλος αυτός ο φαύλος και παράλογος κύκλος της έχθρας, του αλληλοσπαραγμού, της ανταπόδοσης, της εκδίκησης τελειώνει υπέρλογα και θαυμαστά μόνο με τη Χάρη του Θεού, μόνο με την Προσευχή, είτε αυτή είναι η Λειτουργική Προσευχή της Εκκλησίας, είτε κατά δεύτερον η προσωπική μας εναγώνια αναφορά προς τον θρόνο του Θεού. Η αγάπη μας, για να είναι πραγματική και αφάνταστη αγάπη, έχει απόλυτα ανάγκη τη Χάρη του Θεού για να τη μπολιάσει και να την πιστοποιήσει κατόπιν αυτή μέσα στα δικά μας συγχωρητικά έργα, μέσα στους μακρόθυμους λογισμούς και τις αμνησίκακες διαθέσεις μας, σε κάθε μας αγαπητική ενέργεια. Ίσως να θέλουμε τον χρόνο μας γι’ αυτό και, αυτό, να είναι το μόνο σίγουρο! Αλλά να μη μας λείψει ο συγχωρητικός τρόπος μέσα σ’ αυτό τον χρόνο, διότι τότε θα είμαστε πολύ υποκριτές. Ίσως να θέλουμε μια απόσταση για την πολύ εύλογη ανασυγκρότησή μας, κι αυτό πάλι δεν είναι άσχημο: πρέπει επιτέλους η ατελής αγάπη μας να βρει σαν πλοηγό τη διάκρισή της. Η συγχώρεση πάντως, μαζί με την ευγνωμοσύνη, είναι η διττή σφραγίδα της ορθόδοξης και εν γένει της χριστιανικής πνευματικότητας που επικυρώνει την ακραιφνή συγγένειά μας με τον Χριστό. Την έχουμε όμως αυτή τη σφραγίδα στη ζωή μας; Είμαστε όντως συγγενείς με τον Χριστό; Το επιμαρτυρεί αυτό η καρδιά μας; Εάν ναι, τότε, με τη θεία Του Χάρη, είναι βέβαιο ότι δεν πρόκειται να ακούσουμε τη θεία φωνή να απευθύνεται προς εμάς και να μας λέει αποδοκιμαστικά και απροσωπόληπτα: «Δεν σας ξέρω! Δεν ξέρω από πού είσθε!» (βλ. Ματθ. 25, 12 και Λουκ. 13, 25). Ξέρει κανείς τι είναι και τι σημαίνει να μη σε ξέρει ο παντογνώστης Χριστός; Ο ορισμός της τέλειας και αμετάκλητης απωλείας του προσώπου μας στην ατέρμονη αιωνιότητα. Την ευθύνη γι’ αυτό φυσικά την έχει ο άνθρωπος, με τις ανάλογες πράξεις του, την ανάλογη βούλησή του και την ανάλογη χρήση της ελευθερίας του. Η συγχώρεση είναι η ομοίωσή μας με τον Χριστό, αυτή που μας εισάγει αξιωματικά μέσα στο θείο Οίκο του Πατρός, στη χώρα του Παραδείσου με τους υπόλοιπους ανά τους αιώνες συγγενείς Του, στη φαμίλια των Αγίων Του, των Φίλων Του που δε δίστασαν στη ζωή τους ν’ αγαπήσουν, δηλαδή να συγχωρήσουν πραγματικά. Μόνο με αυτή τη σωτήρια χριστοσυγγένεια θα μπορούμε κι εμείς να ζήσουμε από τώρα τη θεία ζωή, τη ζωή της χριστοσυγχώρεσης και της χριστοενότητας, με ακατάπαυστα την Ευχή και την Προσευχή στα χείλη του σώματος και της ψυχής μας, όλης της ύπαρξής μας: «Κύριε Ιησού Χριστέ, διά της Θεοτόκου και πάντων Σου των Αγίων, μνήσθητι, ελέησον, στερέωσον, ειρήνευσον, φώτισον, συγχώρησον και σώσον πάντας τους εχθρούς ημών, πάντας τους εχθρούς μου!».

π. Δαμιανός






Επιτρέπεται η αναδημοσίευση
των αναρτήσεων από το «Ειλητάριον»,
αρκεί να αναφέρεται απαραίτητα
ως πηγή προέλευσης.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου