Τὸ Εἰλητάριον. «Γράψον ἃ εἶδες καὶ ἅ εἰσι» (Ἀποκ. α΄ 19).



Τρίτη 6 Ιουνίου 2017

ΧΑΘΗΚΑΜΕ!

ΧΑΘΗΚΑΜΕ!


     «Χαθήκαμε!»: Η συχνότερη σε λεκτική χρήση κουβέντα μας, το πιο εύκολο στην πλατφόρμα της έμπνευσής μας μονόλεκτο, αλλά ως επί το πλείστον και το πιο αβίαστο και λανθασμένο μας συμπέρασμα. Ένα αμήχανο ρήμα στο α΄ πληθυντικό που τα σκεπάζει όλα ευγενικά, μια βιαστική φράση που (μπορεί να) κρύβει μέσα της μια προσωπική αλλά ανομολόγητη ευθύνη για τη σχέση που διεκόπη, για την κοινωνία που δε συνεχίστηκε, για ένα αλισβερίσι που αραίωσε. Και τη λογική να δανειστείς σαν κάρο προς τη διέξοδο, πάλι δε βγαίνουν οι εξισώσεις των δεδομένων. Δε γίνεται μια ζωή να «χάνονται» όλοι ταυτόχρονα. Δε γίνεται όλα να ξεθωριάζουν ατραυμάτιστα ή αναίτια απ’ όλους. Όλοι καταφεύγουν καταχρηστικά σ’ ένα κατά συνθήκη απρόσωπο «εμείς», που μια χαρά θα ξορκίσει την ευθύνη και την υπαιτιότητα του καθενός. Θεωρητικά τουλάχιστον, οι σχέσεις δεν υπάρχουν, δεν προορίζονται για να «χάνουν» τα πρόσωπά τους. Και δε γίνεται να «χάνεται» κάποιος δίχως λόγο, δίχως μια αιτία, μια αφορμή, μια πρόκληση ή μια ευθιξία. Άσε που, πέρα όλων των παραπάνω, η αφάνεια ενός προσώπου μπορεί κάλλιστα να είναι μια εκπληκτική και έμπρακτη διάκριση –κινέζικο αίνιγμα για τους πολλούς. Στα πνευματικά, μόνο οι λογισμοί μάς σπρώχνουν αδιάκοπα στο να «χανόμαστε» και οι αυτοπαραιτήσεις που αυτοί εισάγουν σ’ εμάς κεντρίζοντας συνεχώς το ταλαιπωρημένο μας μυαλό. Τελικά, μόνο η Προσευχή δεν αφήνει κανέναν και τίποτα να «χαθεί» από κανέναν, γιατί η ίδια είναι το πιο δυναμικό και δροσοβόλο άγγιγμα στον επίγειο κλαυθμό μας· ένα άλλο χαριτωμένο Παρόν που προσκομίζεται προς τον Θεό και που διαυγάζεται θεραπευμένο από Αυτόν· ένα θεϊκό και ακατάβλητο Τώρα στην εσχατιά του πόνου μας· μια υπερκόσμια θωπεία στο παράλογο της φρίκης μας· μεγάλος και αισθαντικός λυτρωμός στο ακατανόητο του τέλματος που βιώνουμε συχνά, πυκνά, κάποτε. Μόνο με την Προσευχή βρίσκεις αυτό που νόμιζες ότι έχασες, βρίσκεις εσένα που πίστευες ότι εχάθης, βρίσκεις όλα όσα εξωθούνταν από τα πράγματα για να χαθούν οριστικά και αμετάκλητα. Αλλά άλλο η Προσευχή και άλλο η χιλιοειπωμένη δικαιολογία του συρμού των επιφανειακών συντυχιών και λόγων: «Χαθήκαμε!». Γράφω πρόχειρα και αυθόρμητα ό,τι ακριβώς αισθάνθηκα σαν άνθρωπος από ένα πολύ πρόσφατο μήνυμα. Ακόμη περιμένω αυτόν ή αυτήν που μου είχε πει πολύ διαβεβαιωτικά ότι «θα είναι», ότι «θα έρθει» και που μου παραπονείται τώρα ότι …«χαθήκαμε». Μια πτυχή της πηγαίας τελειότητας των φρενών είναι να τ’ αφήνεις όλα ή κάποια από τα «όλα» τελείως ανέγγιχτα και αδιόρθωτα: ό,τι πραγματικά δεν αξίζει και δεν ωφελεί. Πρέπει οπωσδήποτε να κατανοήσω το θέμα και το πρόσωπο, αν θέλω να κερδίσω ένα κάτι από τη χριστοευαγγελική σοφία και έμπνευση. Αφήνω τις κουβέντες και τους λόγους να πέφτουν ανέμελα χάμω, γιατί η καρδιά πρέπει να μείνει πάνω απ’ όλα ειρηνική. Και –πιστέψτε με– δεν υπάρχει σημαντικότερο απ’ αυτό.

π. Δαμιανός






Επιτρέπεται η αναδημοσίευση
των αναρτήσεων από το «Ειλητάριον»,
αρκεί να αναφέρεται απαραίτητα
ως πηγή προέλευσης.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου