Τὸ Εἰλητάριον. «Γράψον ἃ εἶδες καὶ ἅ εἰσι» (Ἀποκ. α΄ 19).



Παρασκευή 8 Δεκεμβρίου 2017

ΟΙ ΡΙΖΕΣ ΜΙΑΣ ΑΣΚΗΤΙΚΗΣ ΠΡΑΞΕΩΣ

ΟΙ ΡΙΖΕΣ ΜΙΑΣ ΑΣΚΗΤΙΚΗΣ ΠΡΑΞΕΩΣ


     Μια λεπτή γαλάζια στήλη καπνού υψωνόταν σαν μπορντούρα του δάσους, όχι μακριά από το ερημητήριο. Υψωνόταν ελαφρά, ολόισια, χωρίς να την ενοχλεί και ο ελάχιστος άνεμος. Ήρεμη και λεπτή σαν τα μεγάλα δέντρα, φαινόταν να αποτελεί κομμάτι του τοπίου. Και όμως προκάλεσε την περιέργεια του υποτακτικού. Αυτός ο καπνός ήταν ασυνήθιστος. Ποιος λοιπόν πρωί-πρωί μπορεί να άναψε τη φωτιά; Ο υποτακτικός ήθελε να έχει ήσυχη την καρδιά του από λογισμούς. Προχώρησε γι’ αυτό, απομάκρυνε τα κλαδιά μερικών θάμνων και έβλεπε σε απόσταση τόση, όση φτάνει μια πετροβολιά, τον γέροντά του όρθιο, δίπλα σε μια ισχνή φωτιά. Τι να έκαιγε άραγε; Τον είδε να σκύβει, να παίρνει ένα κουκουνάρι και να το πετάει στη φωτιά.

     Ο υποτακτικός στάθηκε για λίγο διστακτικός. Έπειτα πλησίασε ήρεμα και ρώτησε με σεβασμό:
     –Τι καις αυτού, γέροντα;
     –Ένα πανέρι, απάντησε απλά ο γέροντας.
     Ο υποτακτικός πλησίασε και παρατήρησε από πιο κοντά. Διέκρινε τα υπολείμματα ενός πανεριού από ιτιά, που το κάψιμό του βρισκόταν στην τελική του φάση.
     –Δεν φαντάζομαι ωστόσο να είναι το πανέρι που έφτιαχνες αυτές τις μέρες.
     –Αυτό ακριβώς είναι! του απάντησε ο γέροντας.
     –Γιατί το έκαψες, λοιπόν; Δεν το βρήκες επιτυχημένο; ρώτησε έκπληκτος ο υποτακτικός.
     –Ω, ναι, πολύ επιτυχημένο! Πάρα πολύ επιτυχημένο μάλιστα…
     –Τότε, γιατί το έκαψες;
     –Γιατί πριν από λίγο, όταν διαβάζαμε την Τρίτη Ώρα, με απασχολούσε τόσο πολύ, ώστε να μου τραβάει όλη την προσοχή. Και γι’ αυτό έπρεπε να το προσφέρω θυσία στον Θεό, εξήγησε ο γέροντας.

     Ο υποτακτικός έμεινε με το στόμα ανοικτό. Άδικα νόμιζε πως τον γνώριζε καλά. Οι αντιδράσεις του γέροντά του του δημιουργούσαν πάντα κατάπληξη. Τούτη τη φορά όμως αυτό που έκανε ο γέροντας τού φαινόταν υπερβολικά αυστηρό.
     –Γέροντα, δε σε καταλαβαίνω. Αν έπρεπε να καίμε ό,τι περισπά την προσοχή μας κατά την ώρα της προσευχής, δεν θα βρίσκαμε ποτέ άκρη, μουρμούρισε ο υποτακτικός ύστερα από μια στιγμή σιωπής.
     Ο γέροντας δεν αποκρίθηκε.
     –Ξέρεις, είπε ο υποτακτικός, ότι ο αδελφός τάδε υπολόγιζε πολύ σ’ αυτό το πανέρι. Το χρειαζόταν ιδιαίτερα πολύ. Και το περίμενε βέβαια ανυπόμονα.
     –Ναι, το ξέρω, απάντησε ο γέροντας. Θα του κάνω ένα άλλο χωρίς καθυστέρηση. Όμως έπρεπε αυτό να το κάψω. Ήταν πιο επείγον αυτό.
     Το πανέρι κάηκε εντελώς. Ο γέροντας έσβησε με μια πέτρα τα υπολείμματα της φωτιάς και παίρνοντας μαζί του τον υποτακτικό τού είπε:
     –Έλα! Θα σου πω γιατί ενήργησα έτσι...


     Τον οδήγησε όχι μακριά από εκεί κοντά σ’ ένα φράχτη από ιτιές. Έκοψε έπειτα αρκετές ευλύγιστες βέργες και καθισμένος κατάχαμα άρχισε να πλέκει ένα καινούργιο πανέρι. Ο υποτακτικός κάθισε δίπλα του περιμένοντας τις εξηγήσεις του γέροντά του.
     –Θέλω να δουλεύω με τα χέρια μου, εξήγησε ο γέροντας. Και θέλω επίσης να δουλεύουν και όλοι οι αδελφοί μου, όχι από άπληστη επιθυμία κέρδους, αλλά για αποφυγή της αργίας, η οποία δίνει την ευκαιρία στον διάβολο να προσφέρει αυτός δουλειά δική του στους αργόσχολους μοναχούς, αλλά και για να δίνουν το καλό παράδειγμα και στο σημείο αυτό, αφού τόσος κόσμος μάς επισκέπτεται και θέλει να ωφεληθεί και από εμάς. Δεν υπάρχει τίποτε πιο αξιοδάκρυτο από ένα κοινόβιο που δεν δουλεύει. Όμως η εργασία δεν είναι το παν, αδελφέ μου. Δε λύνει όλα τα προβλήματα. Μπορεί ακόμα να αποτελέσει και εμπόδιο φοβερό για την αληθινή ελευθερία του ανθρώπου. Και γίνεται αυτό κάθε φορά που ο άνθρωπος αφήνει τον εαυτό του να κυριευθεί από το έργο του σε σημείο που να ξεχνάει τη λατρεία του ζώντος και αληθινού Θεού. Πρέπει, επίσης, να προσέχουμε άγρυπνα και φιλότιμα να μην αφήνουμε να σβήσει μέσα μας το πνεύμα της καθαράς και καρδιακής προσευχής. Αυτό είναι το πιο σημαντικό απ’ όλα.

     –Καταλαβαίνω, γέροντα, είπε ο υποτακτικός. Δεν μπορούμε εντούτοις γι’ αυτό να καταστρέφουμε το έργο μας κάθε φορά που αφαιρούμαστε στην προσευχή.
     –Βεβαιότατα, απάντησε ο γέροντας. Το σημαντικό είναι να είμαστε έτοιμοι να το προσφέρουμε θυσία στον Κύριο. Μ’ αυτόν τον όρο μονάχα διατηρεί ο άνθρωπος την ψυχή του διαθέσιμη. Υπό το κράτος του παλαιού Νόμου, οι άνθρωποι θυσίαζαν τα πρωτόλειά τους από τη συγκομιδή και τα ποίμνιά τους. Δεν δίσταζαν να στερηθούν ό,τι πιο ωραίο είχαν. Αποτελούσε αυτό μια χειρονομία λατρείας, αλλά και απελευθερώσεως. Ο άνθρωπος διατηρούσε έτσι «ανοιχτή» την ψυχή του. Ό,τι προσέφερε διεύρυνε τους ορίζοντές του επ’ άπειρον. Αυτού βρισκόταν το μυστικό της ελευθερίας και του μεγαλείου του.

     Ο γέροντας σώπασε. Όλη η προσοχή του συγκεντρώθηκε στη δουλειά του. Ο υποτακτικός όμως δίπλα του έβλεπε πως είχε κάτι ακόμα να πει, κάτι ουσιαστικό, που αποτελούσε ένα με τον εαυτό του και δυσκολευόταν να απαλλαγεί από αυτό. Το ένοιωθε αυτό καλά ο υποτακτικός. Γι’ αυτό και οι στιγμές αυτές της σιωπής τού φάνηκαν μικρές. Θα ήθελε να πει μια λέξη για να πληρωθεί το κενό. Συγκρατήθηκε όμως από διακριτικότητα.


     Ξαφνικά ο γέροντας γύρισε το πρόσωπό του προς το μέρος του και τον παρατήρησε με μια έκφραση πάρα πολλής καλωσύνης.
     –Ναι, αδελφέ μου, είπε με πολλή ηρεμία, ο άνθρωπος δεν είναι πολύ μεγάλος, παρά όταν εξυψώνεται πάνω από το έργο του. Τότε φτάνει στο πραγματικό του μέγεθος. Όμως αυτό είναι δύσκολο, πολύ δύσκολο. Το κάψιμο ενός πανεριού από βέργες ιτιάς που έκανε κάποτε μόνος του, δεν είναι τίποτε, όσο κι αν το καλάθι αυτό ήταν επιτυχημένο. Η απαλλαγή όμως και η αποξένωση από το έργο μιας ολόκληρης ζωής, είναι κάτι πολύ διαφορετικότερο. Αυτή η απάρνηση ξεπερνάει τις ανθρώπινες δυνάμεις.

     Για να ακολουθήσει την κλήση του Θεού, ο άνθρωπος, δίνεται εντελώς σε ένα έργο. Και το κάνει με πάθος και ενθουσιασμό. Και ο ενθουσιασμός είναι πραγματικά πάντα δημιουργικός. Αλλά δημιουργία ενός πράγματος σημαίνει ότι του δίνουμε τη σφραγίδα μας, το κάνουμε αναπόφευκτα δικό μας. Ο διάκονος του Θεού διατρέχει τότε τον πιο μεγάλο κίνδυνο. Το έργο που εκπληρώνει αφοσιωμένος σ’ αυτό, γίνεται γι’ αυτόν το κέντρο του κόσμου. Τον τοποθετεί μέσα σε μια κατάσταση ριζικής αδυναμίας να διατεθεί κάπου αλλού. Θα χρειαστεί γι’ αυτό μια διάρρηξη για να ξεριζωθεί από την κατάσταση αυτή. Δόξα τω Θεώ, που μια τέτοια διάρρηξη είναι επιτευκτή. Τα μέσα όμως της θείας Πρόνοιας που τίθενται τότε σε ενέργεια είναι τρομακτικά. Και αυτά είναι η έλλειψη κατανοήσεως, η αντίφαση, ο πόνος, η αποτυχία. Μερικές φορές κι αυτή ακόμα η αμαρτία, που επιτρέπει ο Θεός, μπορεί να μετατραπεί σε ευλογία από την πανσοφία Του. Η ζωή της πίστεως γνωρίζει τότε την κρίση της την πιο βαθειά, αλλά ταυτόχρονα και την πιο αποφασιστική. Παρουσιάζεται γρήγορα ή αργά και σε όλες τις καταστάσεις της ζωής. Ο άνθρωπος είναι καθιερωμένος πλήρως στο έργο του. Και πιστεύει πως αποδίδει δόξα στον Θεό με τη γενναιοδωρία του. Και να, που ξαφνικά φαίνεται να τον αφήνει ο Θεός μόνο του, στον εαυτό του, σαν να μην ενδιαφέρεται για το έργο που κάνει. Κάτι περισσότερο· φαίνεται να του ζητάει ο Θεός να απαρνηθεί το έργο του, να εγκαταλείψει αυτό στο οποίο είναι αφοσιωμένος ψυχή τε και σώματι επί τόσα χρόνια μέσα στη χαρά και στο μόχθο.

     «Πάρε τον γιο σου, τον μονογενή, τον Ισαάκ, και πήγαινέ τον ψηλά εκεί πάνω στο βουνό και πρόσφερέ τον θυσία ολοκαρπώματος!» (Γεν. 22, 2). Αυτόν τον τρομερό λόγο που απηύθυνε ο Θεός στον Αβραάμ, δεν υπάρχει αληθινός διάκονος του Θεού που δεν τον ακούει κάποια μέρα με τη σειρά του. Ο Αβραάμ πίστεψε στην υπόσχεση του Θεού, ότι θα του δώσει απογόνους. Επί είκοσι χρόνια περίμενε την πραγμάτωσή της. Δεν είχε καθόλου απελπισθεί. Και όταν επιτέλους ήρθε το παιδί, με το οποίο πραγματοποιούνταν η επαγγελία, να, που ο Θεός προσκαλεί τον Αβραάμ να Του το θυσιάσει! Και αυτό χωρίς καμιά εξήγηση. Το χτύπημα ήταν πολύ σκληρό και εντελώς ακατανόητο!


     Το ίδιο, λοιπόν, ζητάει και από εμάς ο Θεός κάποια μέρα. Ανάμεσα στον Θεό και στον άνθρωπο φαίνεται τότε πως δεν χρησιμοποιείται η ίδια γλώσσα. Έχει προκύψει τότε μια ασυνεννοησία. Ο Θεός είχε προσκαλέσει τον άνθρωπο και ο άνθρωπος είχε απαντήσει θετικά. Τώρα ο άνθρωπος προσκαλεί, αλλά ο Θεός σωπαίνει. Είναι ίσως η πιο τραγική στιγμή τότε, που η θρησκευτική ζωή συνορεύει με την απελπισία, γιατί ο άνθρωπος παλεύει ολομόναχος με τον Απερινόητο. Είχε πιστέψει πως του ήταν αρκετό να «κάνει» αυτό ή εκείνο, για να είναι ευάρεστος στον Θεό. Αλλά απέναντί του φαίνεται να υπάρχει δυσαρέσκεια.

     Ο άνθρωπος δεν σώζεται με το έργο του και τα επί μέρους έργα του, όσο καλά κι αν είναι. Χρειάζεται να γίνει ο ίδιος έργο του Θεού. Πρέπει να γίνει πιο εύκολος σε σφυρηλατήσεις και πιο ταπεινός στα χέρια του Δημιουργού του. Πρέπει να γίνει πιο εύπλαστος από ό,τι είναι ο άργιλλος στα χέρια του κεραμέως· πιο ευλύγιστος από τις βέργες της ιτιάς στα χέρια του καλαθοπλέχτη· πιο φτωχός και πιο εγκαταλελειμμένος από το νεκρό δέντρο μέσα στο δάσος στην καρδιά του χειμώνα. Μόνο από αυτή τη θέση της αγωνίας και μέσα σ’ αυτήν την συγκατάθεση πτωχείας μπορεί να ανοίξει ο άνθρωπος στον Θεό μια πίστωση χωρίς όρια, αφήνοντάς του με εμπιστοσύνη την απόλυτη πρωτοβουλία για την ύπαρξη και τη σωτηρία του. Τότε μπαίνει ουσιαστικά μέσα σε μια αγία υπακοή. Γίνεται παιδί και ομολογεί το θείο παιγνίδι της δημιουργίας. Πέρ’ απ’ τον πόνο και την ηδονή, αποχτάει τη γνωριμία με τη χαρά και τη δύναμη. Μπορεί να βλέπει με την ίδια διάθεση στην καρδιά του τον ήλιο και το θάνατο. Με την ίδια σοβαρότητα και την ίδια φαιδρότητα.


     Ο υποτακτικός σώπαινε. Δεν είχε πια την επιθυμία να θέσει ερωτήσεις. Ασφαλώς δεν καταλάβαινε όλα όσα του έλεγε ο γέροντας. Του φαινόταν όμως πως ποτέ δεν είχε δει τόσο διαυγώς και τόσο βαθιά μέσα στη ψυχή του πνευματικού του πατέρα. Εκείνο δε που τον εντυπωσίαζε πιο πολύ απ’ όλα, ήταν η γαλήνη με την οποία του μιλούσε γι’ αυτά τα τόσο σοβαρά πράγματα, που πρέπει να τα ήξερε από την προσωπική του εμπειρία. Θυμήθηκε τότε κάτι που του είχε πει ο γέροντάς του σε άλλη περίπτωση: «Ο άνθρωπος δεν γνωρίζει παρά αυτό που βιώνει». Και ήταν απολύτως βέβαιος πως ο γέροντάς του βίωνε αυτό για το οποίο μιλούσε. Και μιλούσε με τέτοιον τόνο αλήθειας και πειστικότητας!

     Ο υποτακτικός ένοιωθε ξαφνικά γεμάτος γλυκύτητα και ταυτόχρονα φρίκη με τη σκέψη πως ήταν αυτός ο έμπιστος και ο προνομιούχος αποδέκτης μιας τέτοιας εμπειρίας. Ο γέροντας συνέχιζε το έργο του. Και τα χέρια του έπλεκαν τις βέργες της ιτιάς, χωρίς να τρέμουν, σαν να έπαιζε…

ΓΕΡΟΝΤΑΣ
ΑΡΧΙΜ. ΕΥΣΕΒΙΟΣ ΒΙΤΤΗΣ
(1927–2009)


[Αρχιμ. Ευσεβίου Βίττη:
(1) «Περί χριστιανικής ασκήσεως»,
σελ. 41–48
(μετάφραση και διασκευή του ιδίου),
Εκδόσεις «Ορθόδοξος Κυψέλη».
(2) «Ο μακάριος Γέροντας
Ευσέβιος Βίττης»
–Αντίδωρο μνήμης–
σελ. 27–29
(αναδημοσίευση σε μικρό τευχίδιο).
Επιμέλεια ανάρτησης,
επιλογή θέματος και φωτογραφιών,
πληκτρολόγηση κειμένου:
π. Δαμιανός.]






Επιτρέπεται η αναδημοσίευση
των αναρτήσεων από το «Ειλητάριον»,
αρκεί να αναφέρεται απαραίτητα
ως πηγή προέλευσης.

2 σχόλια:

  1. Εκπληκτικό κείμενο!!! Κρίμα που έχει εξαντληθεί το βιβλίο. Σε ευχαριστούμε πολύ που το μοιράστηκες μαζί μας!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Να είσαι καλά!... Όντως, εκπληκτικό το κείμενο που υποβάλλει και αναπαύει με την ειρηνική του σοφία και εμβάθυνση κάθε ψυχή που διψά ειλικρινά και εκ βαθέων τον Θεό… Καλά Χριστούγεννα, καλές εορτές!...

      Διαγραφή